Σατυρίαση
Η καμπάνα χτυπούσε. Πένθιμα και αραιά. Στο μικρό χωριό Βουβά είχε προσγειωθεί μια βαριά θλίψη. Μικρό χωριό ο Βουβάς, ξέρανε όλοι όλους κι αγαπιούνταν. Σήμερα ήταν η κηδεία του καημένου του γερο-Διαμαντή. Ο Διαμαντής ήταν ένας καλούλης ανθρωπάκος, δεν ενόχλησε στην ήσυχη ζωή του ποτέ κανέναν. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Όλοι στον Βουβά ζούσαν περιμένοντας τον γερο- Διαμαντή, γιατί ο Διαμαντής ήταν ταχυδρόμος. Ξεκίναγε από το πρωί και έφερνε βόλτα όλα τα πέτρινα σοκάκια του Βουβά. Τον είχαν ζήσει όλοι οι χωριανοί, μαζί του, και στις χαρές και στις λύπες. Πρασινομάτες Κρητικοπούλες, όμορφες κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά στέκονταν στο παραθύρι, περίμεναν και μόλις ακουγόταν το «Ντριννν» από το ποδηλατάκι του Διαμαντή, να: ερχόταν απ’ την γωνία, κι οι πρασινομάτες αναψοκοκκίνιζαν. Γράμμα του αγαπημένου τους από τον στρατό. Μαντιλοφορεμένες, υπομονετικές γιαγιούλες με σταυρωμένα τα χέρια, περιμέναν, περιμέναν, χρόνια πολλά το γράμμα του γιόκα τους απ’ το Μεγάλο Κάστρο, το Ηράκλειο. Μερικές δεν ξέρανε να διαβάζουν τα Ελληνικά που μάθαιναν να γράφουν στα παιδιά στο σχολείο. Ξέρανε να παρλάρουν μεταξύ τους διαλέκτους που δεν γράφονταν πια. Κι έτσι, όταν ερχόταν ο Διαμαντής, μπονόρα-μπονόρα με το κουδουνιστό ποδήλατό του, τον έβαζαν να τους διαβάζει τι νέα από το Ηράκλειο έλεγε το παιδί. Κι ο καημένος ο Διαμαντής τους τα διάβαζε πάντα ωραία και καλά, έβγαζε όλους τους ξενιτεμένους του πέτρινου Βουβά να έχουν τακτοποιηθεί, να έχουν μια καλή και ευχάριστη δουλειά στο μεγάλο, μακρινό Ηράκλειο. Ο Διαμαντής ήθελε να ’ναι όλοι χαρούμενοι.
Τα τελευταία χρόνια ο Διαμαντής είχε
γίνει ένα σεβαστό γεροντάκι. Ζούσε με τη γυναίκα του, την άλλοτε ποθητή Ρηνιώ
σ’ ένα σπιτάκι στην πλατεία του χωριού, πίσω απ’ τον μεγάλο πλάτανο. Αγαπημένος
όλων, συνέχιζε να βολτάρει τα λιθόστρωτα με το ποδηλατάκι του. Όλοι τον
αγαπούσαν κι όμως όλοι ξέρανε πολύ λίγα για αυτόν. Η λογική θα μας έκανε να
περιμένουμε σήμερα έναν Βουβά βουτηγμένο στα δάκρυα και τη θλίψη. Μια μορφή του
παλιού χωριού είχε πεθάνει. Ναι, το φαντάζομαι, ένας Βουβάς βουβαμένος,
σκυμμένος και κατηφής. Ωστόσο, κάτι φαινόταν να μην πηγαίνει καλά τη σήμερον
ημέρα. Θες που δυσκολεύονταν να κλείσουν την κάσα του μακαρίτη του Διαμαντή,
θες που ο καιρός ήταν ανώμαλα ζεστός για Γενάρη μήνα, ο ήλιος έλαμπε, δεν ξέρω.
Για να μην τα πολυλογώ, στην αυλή του Αη-Γιώργη, της εκκλησίας όπου θα ετελείτο
η εξόδιος ακολουθία, βρισκόταν όλος ο Βουβάς. Ένας Βουβάς λυμένος απ’ τα γέλια,
γέροι και νέοι ξεκαρδισμένοι. Άτιμε Διαμαντή, τι σκάρωσες και γελάνε όλοι; Τόσο
απάνθρωποι είναι; Μα, να μη κλαίνε το χαμό σου;
«Μα να μην κλείνει η κάσα;»
«Εγώ μαθές, τ’ άκουσα καθώς στα λέγω.
Πριχού τόνε καπακώσουνε, πασχίζανε, λέει, τόνε δέσαν απ’ τη μέση με δυο
σεντόνια, και φέρανε ειδικό πανταλόνι, τρεις χέρες πιο φαρδύτερο! Ε, ρε το έρμο
το ξόδι του!»
«Αμέ, με την κάσα ίντα γινε; Τρούπησε
στη αρχή το από πάνω τση, κ’ έφερε ο νεκροθάφτης άλλο, άλλο ξύλο…»
«Τέτοιος ήντονε από πάντα ο Διαμαντής
κι ας μη του φαινόντανε. Ήθελε να κάμει σαματά. Όντε ήμουνα νια και περίμενα
απόκριση τ’ αντρούλη μου απ’ το αντάρτικο –διαολεμένε Βενιζέλε, ωραίος,
αντάρτης και ηγέτης, αλλά μας τα είχες πρήξει πολύ να πούμε- ε, περίμενα γράμμα
απ’ το Μανολιό μου κι ο Μανολιός δε γιάγερνε… Και φάντης μπαστούνης ένα πρωί, ο
Διαμαντής! Εμπούκαρε στο σπίτι σα σίφουνας και δεν εκούναε ρούπι, καθόντανε με
τσ’ ώρες. Τ’ ακούς τρελοκαμπέρω Αννιώ; Θαρρείς ήσουν η πιο ομορφότερη τάχα μου,
τότε! Δύο ώρες, δύο ώρες το λιγότερο! Κι όχι μια βολά, καθημερνά!»
«Ρώτηξε κ’ εμένα! Σε μένα καθόντανε
τέσσερις κακομοίρα Κυριακούλα! Μια βολά, νά σου τονε! Μπονόρα-μπονόρα και να
του λέω Χριστιανέ μου είμαι βαρεμένη, δε μπορώ! Το ’φερνα από ’δω, το ’φερνα
από ’κει, ντιπ! Να του ματαλέω, 8 το πρωί, δε μπορώ, κι’ ατός του εκειά,
ακούνητος! Ε, τι να έκαμα, στάθηκα σαν τη μπετροπέρδικα… Αλλά, τα μισοκατέχεις
τσ’ εσύ…»
«Αέρας κοπανιστός, φίλε Κωσταντή,
αέρας κοπανιστός. Όλο χαζεμάρες είναι οι κιαμένες. Ο Διαμαντής ήντονε ένας
υπαλληλάκος του ταχυδρομείου. Τα μιλούσε ωραία, ήντονε όλο καλαμπούρια, αλλά τ’
αποδέλοιπα που λένε γι’ αυτόν, αθιβολές και παραμύθια τω γυναικώ, για να
γελάμε!»
«Κιαμ’ ίντα γερο-Νικολιό! Αθιβολές και
ψόμματα! Σιγά μη… ο Διαμαντής; Με το ποδηλατάκι και τη σέλα ολημερίς στον
πισινό του; Ο ψεύτης με το ψόμα του
εκέρδισε ένα τάσι, τόση είναι κ’ η αξία
του κι ας βλέπει μη τη χάσει! Χαχα…»
«Εγώ κι αν είμαι είκοσι χρονώ, μικιό
κορίτσι και δεν έχω ζήση γιομάτη ακόμη, είμαι σίγουρη πως κάτεχω καλά κ’ εχτιμώ
σωστά τον γερο- Διαμαντή! Καλέ κυρά-Ρηνιώ, δε φέρνεις ένα κομμάτι από κέηκ για
το γερο-Κωσταντή; Πεινασμένο τόνε βλέπω…»
Κι όλο κάτι γέλια αμούστακων μπομπίρων
κι όλο κάτι κάζα και πλάκες κι ένας στωικός παπάς με το παπαδάκι να παιδεύονται
να μη γελάσουν. Σα δε ντρέπονται, λέω ’γω…
Ο γερο- Διαμαντής ήταν ένας
καυλοπυρέσσων άνθρωπος. Ο καημενούλης έπασχε από σατυρίαση. Σαν τον αρχαίο θεό,
τον Πρίαπο, δεν μπορούσε να τιθασεύσει το μόριό του. Μεγάλος πια, άκουσε κάποτε
για την διάσπαση του ατόμου, έτσι, σε μια συζήτηση στο καφενείο και νόμισε πως
θα διασπάσουν και το μόριο. Κωλοχάρηκε είναι η αλήθεια. Αλλά πού; Η
καύλα-καύλα… Πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Όπως όταν πήγαινε το γράμμα, στις χήρες και
στις παρατημένες και τις κερνούσε και γλυκό. Και τώρα; Ακόμα και τώρα. Όρθιο
εκεί, να στέκει, φίδι, αναμμένη λαμπάδα και δαυλός. Οι κυρές που ήρθαν να
πλύνουν το «νεκρό» του σώμα, τα χρειάστηκαν. «Μωρή κουζουλάθηκες; Σταμάτα σα δε
ντρέπεσαι, πεθαμένο άθρωπο να τονε φιλείς! Εκειά! Σταμάτα μωρή!» είπε η
κυρα-Κούλα. Η γυναίκα του, η Ρηνιώ, πάσχισε με σεντόνια και σχοινιά να το
τιθασεύσει. Αυτό εκεί. «Θα τονε καπακώσω» λέει και στην απότομη απόπειρά της
τρύπησε το καπάκι της κάσας. Και φέραν άλλο καπάκι, από ξύλο διαφορετικό και
φαινόταν η διαφορά. Κι έβλεπες τώρα όσους τον αγαπούσαν, τον καημένο τον
Διαμαντή, να γελάνε, να ’χουν ψοφήσει απ’ τα γέλια. Κι έβλεπες έναν Θάνατο
απλωμένο πάνω απ’ τον Βουβά, με το δρεπάνι και τη μαύρη κάπα του. Έναν Θάνατο
τσαντισμένο, να δαγκώνει τα χείλη και να χτυπάει χάμω το δρεπάνι και να
μονολογεί βραχνά:
«Κανείς δεν με υπολογίζει σε τούτο το
χωριό! Ου να μου χαθείτε παλιοτόμαρα! Θα σας θάψω ούλους! Ό,τι κι α φέρει η ανατολή, η δύση θα το πάρει.»
Κάτι χρόνια μετά…
Ο
Ντίμης είναι εγγονός του Διαμαντή. Πηγαίνει στο Τριακοσιοστό Τρίτο Δημοτικό
Ηρακλείου. Εδώ και χρόνια που ήρθε η οικογένεια στο Ηράκλειο, ο Ντίμης ξέμαθε
από τα κρητικά. Άντε ένα παχύ «και» να πετάξει πού και πού. Ο παππούς, ο
Διαμαντής ο Σκληροκεφαλάκης με τ’ όνομα, ταχυδρόμος στο επάγγελμα έχει πεθάνει
εδώ και χρόνια. Ο γερο-Διαμαντής έπαιζε λύρα. Αλλά όχι. Ο μπαμπάς του Ντίμη
θέλει να έχει ευρωπαϊκή παιδεία το παιδί. Κι έτσι στέλνει το Ντίμη να μάθει
πιάνο. Όχι μόνο πιάνο. Και Οδηγούς τον στέλνει, και κατηχητικό στον Άη-Μηνά και
δεν συμμαζεύεται… Εκείνον τον έρμο το Ντίμη όταν έρχεται το Σάββατο τον πιάνει
μια απελπισία. Κι αυτό το Σάββατο ειδικά που έχουν και πάρτυ αποκριάτικο με το
σχολείο, δεν μπορεί άλλο.
«Φουήτ
φουήτ! Φουήτ φουήτ!» σφύριξε δυνατά ο μπαμπάς του Ντίμη, ο Νικολιός ο
Σκληροκεφαλάκης με τ’ όνομα. «Τι σφυράς ρε πατέρα; Σκύλος είμαι; Ξύπνησα…»
απεκρίθη βαριεστημένα ο Ντίμης. «Έλα, έχεις πιάνο με την Αννιώ» επέμεινε ο μπαμπάς.
Ναι, πιάνο… Άσε μας ρε μπαμπά που κάνω πιάνο. Εγώ θέλω να παίξω κανένα
τραγουδάκι του (((()))))) κι εκείνη η δασκάλα η Άννα όλο να με μάθει την ενάτη
του Μπετόβεν θέλει, την «Ωδή Στη Χαρά!» Χαρά στην ωδή… Μια βλακεία και μισή
είναι και ποτέ δεν την καταφέρνω δύο χρόνια τώρα. Κάθε φορά η κυρία Άννα –πολύ
όμορφη η κυρία Άννα, αλλά μεγάλη γαμώτο- κάθε φορά, αφού έχει κουραστεί με το
πιάνο και την αδυναμία μου με βάζει να χτυπάω το τραπέζι της σα χαζός, να μάθω
τους ρυθμούς λέει. «Αυτό είναι ρούμπα, αυτό είναι βαλς» Ούτε εκεί τα καταφέρνω.
‘Ύστερα δεν μπορεί πια άλλο, πάει στην βιβλιοθήκη και βγάζει την «Κάρμεν» του
Μπιζέ με την Μαρία Κάλλας και την ακούμε στο πικάπ. Πάλι καλά που κάνει αυτή
την κίνηση, ωραία είναι να ακούμε την «Κάρμεν». Πρέπει να είχε πολλά λεφτά η
Κάρμεν, γιατί κάθε φορά τραγουδάει χαρούμενη.
Αυτό
το πρωινό Σαββάτου δεν έχει κάτι το διαφορετικό. Μόνο που σήμερα ο μπαμπάς
Νικολιός πρέπει να ανέβει στο Ζαρό να φέρει κάτι κρασιά που έχει καπαρώσει κι
έτσι το Ντίμη θα πάει στους Οδηγούς η κυρία Άννα. Στα γρήγορα, κουράζονται με
το πιάνο, ξεπετάνε το τραπέζι, ηρεμούν άλλη μια φορά με την «Κάρμεν» κι
ετοιμάζονται να πάνε στους Οδηγούς. «Πολύ ωραίος είσαι με την στολή Ντιμάκο!»
λέει η κυρία Άννα. Τι το ’θελε; Κι εσείς κυρία πολύ ωραία είστε, κάθε φορά,
ό,τι χρώμα φούστα κι αν φοράτε. Σας αγαπώ, εσείς με αγαπάτε; Θέλει να κάνει την
πρώτη του ερωτική εξομολόγηση ο Ντίμης. Αλλά είναι μεγάλη η κυρία, πρέπει να
είναι ίσαμε εικοσιτριών χρονών, έχει πάει και στο Πανεπιστήμιο που πάνε οι πολύ
μεγάλοι με τα μούσια, άσε καλύτερα…
«Έλα
θα σε βοηθήσω να ανεβείς» λέει η κυρία Άννα στο Ντίμη και τον ανεβάζει στο
μηχανάκι. Πότε θα ψηλώσει επιτέλους, να ανεβαίνει μόνος του; Είναι η πρώτη του
φορά σε μηχανάκι. Ο Ντίμης φοβάται. Στο Ηράκλειο μέσα έχει πάρα πολύ κίνηση, κι
ώσπου να φτάσουν στη Φωλιά με τους Οδηγούς, ο Ντίμης πάει να σκάσει. «Πιάσου
καλά παιδί μου!» φωνάζει η κυρία Άννα. «Θα πέσεις!» Αλλά ο Ντίμης δεν πιάνεται.
Τι να την πιάσει; Η κυρία Άννα είναι ωραία και έχει βυζιά. Άμα την πιάσει
καταλάθος στα βυζιά της; Κι αν βγάλουν γάλα και λερωθεί; Δεν μπορεί να το κάνει
αυτό! Θα τον κοροϊδεύει μετά. «Πιάσου μη σε αφήσω και πας με τα πόδια αφαιρεμένο!»
Ο Ντίμης υποχωρεί. Πιάνεται από τα πλάγια του δερμάτινου μπουφάν της. Ωραία υφή
έχει. Σαν τη φλοκάτη στο σπίτι. Αλλά, ξαφνικά, κάτι ανάμεσα στα ποδαράκια του
Ντίμη κουνιέται. Μα δεν του έρχεται να πάει για πιπι. Τι πράγματα είναι αυτά;
Λες να τον καταλάβει η κυρία Άννα; «Κράτα με σφιχτά» του λέει. Κι εκείνος
πασχίζει μην ακουμπήσει το πουλάκι του που έχει γίνει όπως όταν πάει τουαλέτα
στο παντελόνι της. Αγωνία. Τι θα γίνει αν τον καταλάβει; Ένα φορτηγό περνά
ξυστά από το μηχανάκι τους. Ο Ντίμης πάει να τα κάνει από τον φόβο του και
γραπώνεται κολλητά από την κυρία Άννα. Αυτό ήταν, τον κατάλαβε κι ούτε μάθημα θα
του κάνει κι ούτε θα μπορεί να την κοιτάει όταν κλείνει τα μάτια κι είναι τόσο
όμορφη όποτε ακούνε την «Κάρμεν». Πω, πω ντροπή. «Έλα, κατέβα, φτάσαμε
Ντιμάκο!» του λέει. Ρε δεν κατάλαβε τίποτα; Ουφ… Μια ανακούφιση, για να μην πώ
αννακούφιση κυριεύει το Ντίμη.
Δυο
ώρες με κουκλοθέατρο, πτυχία και τραγουδάκια για την κατασκήνωση περνάνε ήρεμα
στους Οδηγούς. Κάποια στιγμή ο Ντίμης αναρωτιέται γιατί δεν τον πήγε ο μπαμπάς
στους Προσκόπους, εδώ στους Οδηγούς όλο κορίτσια είναι κι όλο κουτσομπολεύουν. Βέβαια
είναι πολύ όμορφες, αλλά όλο μεταξύ τους μιλάνε. ‘Ήρθε το μεσημέρι και πάει
σπίτι, η μαμά έχει φτιάξει καλαμαράκια αλλά έχει τα νεύρα της. Μετά ο Ντίμης
χαζεύει λίγο την πανέμορφη Λώρα Ίνγκλς από το Μικρό σπίτι στο λειβάδι. Πότε
έφτασε το απόγευμα και πρέπει να ντυθεί πειρατής για το πάρτυ; Ντύνεται κι ο
μπαμπάς τον πάει βιαστικά με το Skoda του στο «Σκάνδαλο» τη
ντισκοτέκ που γίνεται το πάρτυ μασκέ. Ο Ντίμης έχει ξεχάσει το σπαθί του στο
σπίτι κι είναι πολύ τσαντισμένος. Τουλάχιστον πήρε τον γάντζο του και μοιάζει
με τον Κάπτεν Χουκ.
Κάθεται
ήρεμος στο μπαρ. Πίνει σιγά σιγά την πορτοκαλάδα του. Γαμώτο, έχει ανθρακικό
και τον καίει… Τα κορίτσια χορεύουν το «Πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς»
και γελάνε. Κάποια στιγμή ο ντιτζέη βάζει να παίξει το «Γιάνκα». «Α, σήκω να
χορέψουμε! Τώρα!» λέει η μικρή Βενίτα στο Ντίμη. Τι να κάνει σηκώνεται. Τα άλλα
παιδιά έχουνε κάνει τρενάκι κα χορεύουνε γύρω γύρω στο «Σκάνδαλο». Κι ο Ντίμης
στην ουρά, η Βενίτα μπροστά του. Κάποια κοπέλα πίσω του τον σπρώχνει και
κολλάει πάνω στη Βενίτα. Πάλι τα ίδια, το πουλάκι του Ντίμη κουνιέται σα το
φιδάκι τον αστρίτη. Ακουμπάει τη φούστα της Βενίτας που έχει ντυθεί Βασίλισσα
του Χιονιού. Πω, πω, θα τον καταλάβει, αυτή τη φορά δεν την γλιτώνει. Πρέπει να
κάνει κάτι. «Συγγνώμη, με παίρνει ο μπαμπάς στο κινητό!» φωνάζει απότομα και
τρέχει για την τουαλέτα. Μπαίνει μέσα, γδύνεται, κοιτάει χαμηλά και κλαίει…