.

.
.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Solitude.... Γιώργος Θέμελης - Ερημιά .....

Solitude....








Γιώργος Θέμελης - Ερημιά .... - Schiller - Solitude -


Ο Γεώργιος Θέμελης γεννήθηκε το 1900 στη Σάμο και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το όνομα του συνδέθηκε με τη Θεσσαλονίκη όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του (1976). Θεωρείται η πνευματική του πατρίδα αφού εκεί διαμορφώθηκε η ποιητική του προσωπικότητα. Ως φιλόλογος δίδαξε στο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκοντας απήχηση σε πολλές γενιές μαθητών του, ειδικά στο μαθημα των νέων ελληνικών.
  Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και Μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από την ίδρυση του το 1961 έως το 1965.


Η ποιητική πορεία του Θέμελη ξεκινάει ουσιαστικά με τον πόλεμο και τη κατοχή. Όλα τα προηγούμενα γραπτά του ανήκουν στην προϊστορία του. Τότε μυήθηκε στα νεότερα πολιτικά ρεύματα από τον πρωτοποριακό κύκλο του περιοδικού «Κοχλίας».




...Αυτό που λέμε ο Έρωτας ,
δεν είναι ο έρωτας: 
ο άγγελος με τα ανοιχτά φτερά. 
Αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται. 
Γίνεται ωραίος, αλλιώς ωραίος...





Ορισμένα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Σταύρο Κουγιουμτζή (ενδεικτικά: Το πρώτο περιστέρι, Μ' έκοψαν με χώρισαν στα δυο, Πάσχα των Ελλήνων, Σαν ένα αστέρι).

Ποίηση
«Γυμνό παράθυρο», 1945
«Άνθρωποι και πουλιά», 1947
«Ο Γυρισμός», 1948
«Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες», 1949
«Ακολουθία», 1950
«Συνομιλίες», 1953
«Δενδρόκηπος», 1955 (Κρατικό Βραβείο)
«Το πρόσωπο και το είδωλο», 1959
«Φωτοσκιάσεις», 1961 (Κρατικό Βραβείο)
«Η Μόνα παίζει», 1961
«Το δίχτυ των ψυχών», 1965
«Έξοδος», 1968
«Ηλιοσκόπιο», 1971
«Περιστροφή», 1973
«Δενδρόκηπος» ΙΙ, 1973
«Κήποι», 1974
«Ars poetica», 1974
«Οίκος Εμπορίου», 1974
«Βιβλικά», 1975
«Το περιστέρι και τα επτά αναστάσιμα θαύματα», 1977


 Τα μάτια μου είναι από πηλό κι ανταύγεια


Δεν τόξερα πως είναι τόσο ωραίο το φως. 
Μέσα σε τόση λάμψη τόση απάτη.

Βουνά βουνών και δέντρα δέντρων,
Δέντρα βουνά, καθρεφτισμένα 
Σαν μες σε μια αντανάκλαση.
Ετοιμόρροπα σπίτια, μυθικά φυτά. 
Βλέπε το φως, ψυχή μου
 Είναι ωραίο, πολύ ωραίο,

Ένα ωραίο ψέμα αληθινό.
Το φως το αμφίβολο, το απόκρημνο.
 
Τόχεις απάνω σου, το περπατείς,

Στα ρούχα σου, στη σάρκα, το σηκώνεις.

Το γεύεσαι, μάτια και χείλη, τ᾽ανασαίνεις.

Αισθάνομαι νάμαι από σκιά και φως, αντανακλώ.


                ΙΙΙ
                           Φως και σκια, θέαμα, νύχτωμα.
Ως να μας βλέπει κάποιος από μακριά, 
Ως να μας βλέπει από μακριά και βλέπουμε. 
Είναι ένας ήλιος στο πρόσωπό μας.



Έρχεται μέσα μας το απέραντο, 
Το ανάκουστο έρχεται, το αόρατο. 
Μας παίρνει το φως σα μια νεφέλη,
Απόναν ήλιο σ᾽άλλον ήλιο.

Αγάπη απέραντη μες στην αγάπη, 
Αγάπη απέραντη, θλίψη απέραντη. 
 Γινόμαστε άστρα μες στη νύχτα.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις



Α. Το δίχτυ των ψυχών

Πέφτουμε όλο και πιο κάτω,

Πέφτουμε αθόρυβα, βουλιάζουμε

Όλο και πιο μέσα, πιο βαθειά,

Πιο σκοτεινά.



Πιανόμαστε μες στην αγάπη

Σαν μέσα σ᾽ένα δίχτυ.



Πέφτουμε

Μέσα σ᾽αυτή τη νύχτα την κατάφωτη,

Σ᾽αυτή τη γη, σ᾽αυτή τη γέφυρα,

Τη μετέωρη κλίμακα του κινδύνου.



Μέσα σ᾽αυτό το δίχτυ των ψυχών



Από λάμψη και θάμπωση,

                                                                     Από Εξαφάνιση.



Ήθελα νάσουν

Ήθελα νάσουν καθρέφτης μου, 

πράγμα μου.




Νάσουνα πράγμα να μου ανήκεις

Μες στην ακέρια σου ομορφιά,

Όπως η ακατάτμητή μου θλίψη.



Καθρέφτης μου να σε μαθαίνω,

Και πράγμα μου να σε κρατώ.



Νάσουν πράγμα μου: το πράγμα

Το πιο ακριβό, το πιο θαμμένο

Μες στην αγάπη μου, μέσα στην κρύπτη.



Μέσα στα μάτια μου να σ᾽έχω.



Ήλιος τη μέρα, άστρο τη νύχτα,

Φεγγάρι μου στη μοναξιά.



Το κάθισμα νάσουν που κάθομαι, το μαξιλάρι,

Το φυλαχτό μου στο λαιμό, το τίμιο ξύλο.



Στ᾽όνειρά μου ουράνιο τόξο.



Και πέτρα στο θάνατο, πέτρα μου,

Πέτρα μητρική.



Ήθελα νάσουν καθρέφτης μου, πράγμα μου…

Από το Δίχτυ των Ψυχών I









                          Τα Πράγματα που σε καθρέφτισαν

                         Να πιάσω να μαζέψω ένα-ένα

Όλα τα πράγματα που σε καθρέφτισαν.



Να τα φυλάξω σπίτι μου να τάχω.



Να τα κρεμώ στους τοίχους, να τ᾽αγγίζω,

Μήπως σ᾽αγγίξω, μήπως και σε δω,

Σα μια σκιά πεσμένη απάνω τους.



Τα πράγματα δεν έχουν οίκτο.



Σκεπάζονται μαύρη θλίψη και στέκουν

Αμίλητα, αδιάφορα, ακαθρέφτιστα.



Είναι από ύλη, ύλη πυκνή,

Ύλη τυφλή, σκοτάδι, άγρια σιωπή.



Να βάλω μια τρανή φωτιά και να τα κάψω.

Από το Δίχτυ των Ψυχών I
Γ. Μετάσταση



Θαμπό καθρέφτισμα
Μες την ανάμνηση ήσουνα

Σαν σε ναό λαμπρή μου εικόνα.



Μες στον ύπνο, στην ερημία,

Όπου μονάχος πλανιόμουν,

Η ομορφιά σου ήσουν, αποθέωση,

Μέσα σ᾽ένα παράξενο σταματημένο φως.

Τώρα που πήρες σάρκα και φάνηκες,

Σαν σε όνειρο που κατορθώθηκε,

Με μια μεγάλη έκπληξη μέσα στα μάτια,



Έγινες το πιο αβέβαιο, το πιο αμφίβολο,

Το πιο θαμπό καθρέφτισμά μου.



Σαν τα νερά τα κοιμισμένα.
                               
                                                     Από το Δίχτυ των Ψυχών Ι


To εγώ-To εσύ

Αν σε γυρεύω, σ᾽έχω ανάγκη,

Είσαι αυτό που μου λείπει.



Το πιο ακριβό, το πιο θανάσιμο.



Το μισό μου στήθος, το μισό μου πρόσωπο,

Η μια αδειανή πλευρά μου, η μια φτερούγα μου,



Η ανοιχτή πληγή μου, η σάρκα μου η λειψή.



Μ᾽έκοψαν, με χώρισαν στα δυό,

Το εγώ-το εσύ, μοιράσαν το αίμα

Από τη ρίζα μου, από τη γέννησή μου.



Δεν μπορώ να ζήσω ή να πεθάνω

Μισό κορμί, μισό κομμένο όνειρο.



Γυρεύω τ᾽άλλο στήθος, τ᾽άλλο πρόσωπο.



Δε θέλω να κερδίσω την ψυχή μου,

Να χάσω την ψυχή μου, να τη σώσω,

Παίζοντας την ψυχή μου: άσπρο ή μαύρο,

Παίζοντας την ψυχή μου για την ψυχή σου.

Από το Δίχτυ των Ψυχών I





Σιγά-σιγά

Σκύψε ακόμα μέσα,

Κοίταξε.



Βλέπεις εκεί βαθειά

Τη θλίψη μου την αξερρίζωτη;



Σιγά-σιγά,

Απαλά

Κ᾽ανώδυνα



Ξερρίζωσέ την.



Σαν έναν καρφί, σαν ένα

Βότανο πικρό.



Με το φιλί,

Με το χαμόγελο.



Να μη ματώσουνε τα δάχτυλά σου.

Από το Δίχτυ των Ψυχών II





Η ωραία πύλη

Έρχεται η Αγάπη,

Έρχεται φέρνοντας τον Έρωτα.



Μες στην καρδιά της κρύβει

Το αίμα του, την καθαρή του ουσία.

Στο πρόσωπο το πρόσωπό του.



Το σώμα της σώμα του,

Ατόφιο ομοίωμα.



Έρχεται η Αγάπη φέροντας τον Έρωτα

Σε μετουσίωση σωματική, μυσταγωγία.



Πρέπει ν᾽ανοίξω την Ωραία Πύλη,

Να ετοιμάσω την Τράπεζα.



Να βάλω έλαιον στο Ασημοκάντηλο,

Κερί στο Μανουάλι.

Από το Δίχτυ των Ψυχών II





Μαθητεία

Μαθαίνεται η Αγάπη,

Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.



Όπως η θλίψη, όπως η έκταση.



Τ᾽άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν

Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,

Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη

Μες σε βαθειά κρησφύγετα.



Τα ερωτικά πουλιά δε μελετούν

Μαθήματα αγάπης˙ δε γράφουν

Τις τέσσερες πράξεις της

Στις πλάκες τους οι πεταλούδες.



Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν

Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,

Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.



Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,

Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων.



Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,

Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλά μου.



Τα δάχτυλά μου, τα χείλη μου, τα έκπληχτα μάτια.

Από το Δίχτυ των Ψυχών II





Μεσουράνιο φεγγάρι

Σ᾽αναζητώ, σ᾽αγγίζω, σ᾽αφουγκράζομαι,

Το είναι σου αφουγκράζομαι τη σιωπή σου.



Περνώ μέσα στη νύχτα σου την πορφυρή.



Την πολύφωτη νύχτα σου, σα θάλασσα,

Θάλασσα κλειστή μές στις ακτές σου.



Θάλασσα διάφανη, βαθειά.



Όπου πλανιέται σιωπηλά το μεσονύχτιο φως,
                                                     Το μεσουράνιο κυρτό φεγγάρι σου.

Από το Δίχτυ των Ψυχών II
ΑΠΟ ΤΟΝ «ΔΕΝΔΡΟΚΗΠΟ»
Είναι μια ιστορία που γυρεύει το τέλος
Την έχουν γράψει τα δάχτυλα μας, ίσως μας σώσουν
Τα δάχτυλα μας, όπως τα πλήκτρα που χτυπούν.
Κάποιοι σαν να μιλούν με τα δικά μας λόγια
Μπορείς ν’ ακούσεις τον ψίθυρο που μιλούσαμε, μπορείς
Να κοιμηθείς ανάμεσα στα ζεστά σώματα που κοιμούνται.
Αναπνέουν στον ύπνο, χαμογελούν. 

Ξυπνούν, ανοίγουν το παράθυρο και σκύβουν στο φως,
Μιλούν και βλέπονται πρόσωπο με πρόσωπο.
Καθίζουν μες σ’ ένα κάθισμα και θυμούνται, ίσως μας σώση
Το κάθισμα, το ποτήρι που πίναμε, είναι η θύμηση μας, ίσως
Μας σώσει η θύμηση μας, δεν έχει κλείσει
Τον κύκλο της, το φωτεινό ταξίδι της, ίσως μας σώση.
Γυρίζει δρόμους παλιούς κι ακούει τις πέτρες,
Αγγίζει τα πράγματα που αγγίξαμε.
Φοβούνται μονάχοι και κάνουν θόρυβο,
Γυρεύουν ο ένας τον άλλο: που είσαι... που είσαι...
Τα σπίτια είναι γεμάτα καθρέφτισμα και φως.
(Μπορεί να ‘ναι οι αναπνοές μας που αναπνέουν,
Μπορεί να ‘μαστε εμείς και ποιος να μας το πει).
Θα θυμηθούν τα χέρια και θα ξεχωρίσουν.
Κάθε ψυχή θα σύρη το σώμα της.
Θα ‘μαστε οι πρωτότοκοι κ’ οι χαϊδεμένοι.
(Φοβούνται μονάχες οι ψυχές, κρυώνουν).
Σφαλίστε πόρτες φυλάγοντας τα μυστικά.
Θα φύγουμε εμείς, θα μείνη η σιωπή.
Σφαλήστε παράθυρα καρτερεμένα,
Θα μείνει ο ακίνητος άνεμος.
Να λουστούμε, να πλύνουμε τα χέρια μας,
Να ‘μαστε ωραίοι και καθαροί.
Αντίο, κατώφλι, του ποδιού έρωτ’ αμίλητε.
Σ’ όλα τα χέρια οι γνώριμες χειρονομίες.
Σ’ όλα τα πρόσωπα η αδιάκοπη ομορφιά.

Κανείς ας μην ανοίξει το στόμα να μας πει
Λόγια πικρά, τραγούδια λυπημένα.
Το χιλιοειπωμένο μάθημα της αγάπης.
Απλώνουμε το χέρι ν’ αποχαιρετήσουμε το φως,
Την στέγη, τον καπνό, τον ήλιο που φεύγει.
Σιγά, σιγά περνούμε προς την έξοδο.
 



«Ars poetica», 1974

Αρέσκεται στο σκοτάδι το Ποίημα. Εκεί σπέρνεται ανοίγοντας μικρούς φεγγίτες, που μεγαλώνουν, μεγαλώνουν...

Το πολύ ηλιακό φως το εκτυφλωτικό το πληγώνει.
Γιατ' είναι φως το Ποίημα, φως ενός άλλου φωτισμού, δυνατότητα ενός άλλου Ήλιου.

Η Ευδαιμονία του Χορτασμού και της Οικονομίας το αφήνει νηστικό. Σαν ένα ζώο λησμονημένο κι άχρηστο. Μη έχοντας δοκιμάσει το μαχαίρι της πείνας για ψωμί και φως, τη δίψα του στερεμένου ποταμού.

Η Ανυποψία των Κοντόφθαλμων και των Κοιμισμένων το αποφεύγει, έξω από τον ύπνο του δικαίου, έξω απ' τ' όνειρο, σαν ένα εφιαλτικό πουλί.

Όλα τα μάτια τ' άγρυπνα στρέφουν προς το Ποίημα.




ΜΑΘΗΤΕΙΑ
Μαθαίνεται η Αγάπη,
Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.
Όπως η θλίψη, όπως η έκσταση.
Τ’ άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν
Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,
Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη
Μες σε βαθειά κρησφύγετα.
Τα ερωτικά πουλιά δεν μελετούν
Μαθήματα αγάπης, δεν γράφουν
Τις τέσσερις πράξεις της 

Στις πλάκες τους οι πεταλούδες. 

Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν
Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.
Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,
Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον έρωτα των πραγμάτων.
Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,
Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλα μου.
Τα δάχτυλα μου, τα χείλη μου, τα έκπληκτα μάτια. 




Ελεγείο μοναχικό του Ανδρέα Κάλβου
Λησμονημένος ταξιδευτής.
Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
Ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ’ άναψαν
Μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.

Πικρός κ’ αλύγιστος.
Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
Και δεν φορούσες παρά μονάχα μαύρα, το πένθος της μοναξιάς.

Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
Από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο
Και γύρευε να πλήξει με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.

Καστάλιε κύκνε.
Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
Ποια οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και τόκανε να ηχεί,
Όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή.

(Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ’ εύστοχον χείρα.
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού.

Άσε ν’ αγγίξω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος
Κι ας μου καούν τα δάχτυλα κ’ η γλώσσα ας μου κοπεί.)

Δεν ήσουνα για να πατάς στη γη.
Να τριγυρνάς ήσουν μ’ αετούς και λέοντες στους κήπους των Πιερίδων
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
Και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβεις μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες
Και να ξυπνάει η Μούσα η Αρετή μες απ’ την κλίνη των ανέμων,
Αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνει απάνω
Μέσα εις το χάος αμέτρητο των ουρανίων ερήμων.

***
Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.
Μα πού να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
Που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο.

Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχει γκόλφι,
Ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι
Κάτω από τα ήσυχα, παγωμένα, πτερά της βαθιάς νύχτας,
Να μην ακούει τ’ αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
Τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα.




Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα I (1969)