.

.
.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Via Fra´ Diavolo, Numero Duo (κείμεο: Ηλίας)


Μόνιμοι Στύλοι του Ηλία Κολοκούρη



Via Fra´ Diavolo, Numero Duo



Κοιτάζω τον αναπτήρα, λέει πάνω “Sardegna”, έχει ένα ζευγάρι νεόνυμφων με παραδοσιακές στολές να χορεύουν. Η Σαρδηνέζα Καρλότα Σάββα ζει σε μια κονσέρβα για σαρδέλες, το ακατάστατο, βρώμικο δωμάτιό της. Στην Καρλότα αρέσουν τα καρότα, κι αν το καταφέρω θα της κλέψω μια κιλότα. Τώρα έχουν κάπως ηρεμήσει τα πράγματα. Πριν έπρεπε να τα έβλεπες από μια μεριά.

Η Ελένη, που συγκατοικεί με την Καρλότα έκανε μια φέστα, έτσι τις κάνουν εδώ στην Φλωρεντία, γλέντι για το γλέντι, σα να λέμε τέχνη για την τέχνη, μόνο που για να καταφέρω να βρω παρέα για να πάω στο Παλάτσο Πίτι έπρεπε να κάνω τάμα στην Σάντα Μαρία Ντέλα Κρότσε! Αθάνατο ξενιτεμένο ελληνικό φοιτηταριό! Τέλοσπάντων, σήμερα στη φέστα της Ελένης ήρθε κι ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι ένας ευπαρουσίαστος νεαρός, αλλά επειδή τον είχε χωρίσει η κοπέλα του όταν εκείνος τράκαρε, σήμερα βασανίζει τις γυναίκες. Και την Καρλότα, την πανέμορφη, Κλαούντια Καρντινάλε και βάλε ή έπρεπε να την λένε Καυλότα, αλλά είναι μια βλαχούλα, άβγαλτη εντελώς κι αφελής από ένα ψαροχώρι της Σαρδηνίας. Διαβολοδειλίνισσα, βλασερό κι εύθραυστο ματσέττο ζουμπούλια, τι στέκεις έτσι ανάστραβα; Ό,τι πρέπει για τον Γιάννη, που βίτσιο το έχει να εκδικείται εκ των υστέρων το γυναικείο φύλο. Απόψε χώρισε με την Καρλότα για τέταρτη φορά από τότε που ήρθα εδώ. Χαίρομαι, γιατί τον ρώτησα και δείχνει αποφασισμένος. Στο μεταξύ η Καρλότα έφυγε απ’ τη φέστα με μαυρισμένη την ψυχή για το δωμάτιό της. Τα διαόλια μου με πιάσανε να πάω να την παρηγορήσω αλλά κρατήθηκα. Έπειτα από δέκα λεπτά βγήκε, κι είχε πάει όχι για καρότο, αλλά για χόρτο. Έχει βγει κεφάτη λέμε τώρα.

Η Ελένη που κάνει τη φέστα το χαίρεται σήμερα, έχουν μαζευτεί όλοι οι συμφοιτητές σπίτι της και τραγουδάνε! «Να ανοίξω ένα σπουμάντε;» λέει ενθουσιασμένη. Σπουμάντε είναι αυτά τα κρασιά που βγάζουν αφρό σαν τις σαμπάνιες. Φτηνά κρασιά, και τελικά αυτές οι ψευτοσαμπάνιες στις ρεβεγιόν είναι απλώς σπουμάντε! Η Καρλότα ακούει την Ελένη κι αρχίζει να κλαίει. Κάτι να της θύμισε το κρασί; Εγώ κοιτάω αμήχανα, δεν ξέρω και καλά ιταλικά, της πετάω ένα «Μην κλαις μωρέ αφερεμένο! Του έ λα πιου μπέλα ντέλα παέζε!» και σιγά μην κατάλαβε μέσα στα λιβάδια που πλέει. Γέρνει στον ώμο μου. Σαρδηνέζα δαιμόνισσα! Μπορεί να μυρίζει σαν σαρδέλα απ’ την απλυσιά, αλλά είναι χάρμα οφθαλμών… «Άχιιιι, ίο βόλιο βίνο γκρέκο… Γκρέκο!... Άχιιιι…» Ναι, αυτό το κατάλαβα, η Καρλότα είπε ότι θέλει κρασί ελληνικό, οίνον ελληνικόν Πελοποννήσου ξηρό. Κι εγώ έχω Καρλότα, ο παππούς μου κρασί έβγαζε, ροδίτη και σιδερίτη, Διονύσου σπονδές κατέχω τες!

Αφού έγειρε στον ώμο μου, ανακάλυψα πόσο εύκολο τελικά μου είναι να ρίξω μια γυναίκα. Την ακούμπησα στο λαιμό και σε δευτερόλεπτα, η Καρλότα έγινε ένα με το πάτωμα. Αναίσθητη, καριολάκι βαποράκι Μάσιμο την έκαψες… Κομπλεξάκι Γιαννάκη την έβαψες… Την κουβάλησα στο δωμάτιό της. Τριγύρω κιλότες της. Φόρμες. Διαόλου κάλτσες. Στον τοίχο κολλάζ με φωτογραφίες της, εδώ είναι μικρή, είναι Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος. Περιφέρουν τα Μυστέρι, ξύλινα γλυπτά που αναπαριστούν τα Πάθη του Χριστού. Η μπάντα παίζει πένθιμα στις τρομπέτες της, ένας γέρος σκουπίζει το μέτωπό του αποκαμωμένος κι η μικρή Καρλότα με τη φουστίτσα της κουβαλάει λουλούδια.

Ξαπλώνω την Καρλότα στο κρεβάτι της. Έχει μακριά, σατανικά πόδια, φιδίσια μαλλιά, Μέδουσα του Καραβάτζιο. Έχω πετρώσει. Στέκω μπροστά στην σπηλιά της Σίβυλλας, το κενό στα πόδια ανάμεσό της. Αρισμαρί, θανάσιμο ρόδο της θάλασσας, Καρλότα. Η μπότα της προεξέχει στο πλάι του κρεβατιού, Ιταλική Χερσόνησος, γέρνει προς το Ιόνιο να κλωτσήσει την Ελλάδα μα δεν φτάνει. Κάτσο.

Όλα στραβά και ίσα πήγανε σήμερα στο σουλάτσο μου, σχεδόν συνελήφθην ως λαθρεπισκέπτης στο Παλάτσο Πίτι, γύρισα μετά εδώ κι έγιναν όλα αυτά με τη φέστα, τη λιποθυμία της Καρλό. Τώρα πλέω σε ένα πέλαγο αλλοτινές Καρλοτινές κιλοτίνες γκιλοτίνες. Κοιτάζω τον αναπτήρα της. Sardegna. Βγάζω ένα τοσκανέλλο, ρημάδια πούρα, πνίγομαι πάλι. Κρίμα, τόσο ωραίο κορίτσι διάβολε. Κι εγώ να μην προλάβω να της πω τίποτα. Θα μου φύγει το τσερβέλο. Κοιμάται τώρα. Τη σκουντάω. Τίποτα. Άμα δεν κάνω τώρα παλάβρα, δεν θα κάνω ποτέ. Πού ξέρεις, άμα ξυπνήσει μπορεί και να μην τσαντιστεί. Κι ένα χωρίο του Ηροδότου μου έρχεται στο νου. Τέτοια έπρεπε να κάνουμε στο σχολείο. Στην «Ευτέρπη» που πολύ με τέρπει τελευταία, λέει για τις πολύ όμορφες γυναίκες των επιφανών ανδρών στην Αίγυπτο και πώς τις ταριχεύουνε. Αφήνουν να περάσουν τρεις τέσσερις μέρες και μετά τις ταριχεύουνε. Να έχει αρχίσει λίγο η σήψη. Να είναι λιγότερο ποθητές. Παλιά, είχε πεθάνει μια τρισεύγενη καλλίκορμη νεαρά Αιγυπτία. Ο ταριχευτής της, με πάθια από τον έρωτα για κείνη χρόνια, έσμιξε με τη νεκρή γυναίκα. Σβήνω όλα τα φώτα. Τουλάχιστον, η Καρλότα ακόμα αναπνέει.



Ηλίαση (Κείμενο: Ηλίας)


Ηλίαση

Άκουσα σε μια ταξιδιωτική εκπομπή για την Κλειτορία Αχαΐας. Για να πω την μαύρη αλήθεια, είμαι κουφός. Δεν άκουσα για την Κλειτορία αλλά για την κλειτορίδα Αχαΐας. Μου ακούστηκε κάτι σαν Φέτα Ηπείρου, Γραβιέρα Κρήτης, Λαδοτύρι Ζακύνθου. Κάτι με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Κλειτορίδα Αχαΐας λοιπόν. Αυτή η παρεξήγηση δεν θα λυνόταν παρά πολύ μετά. Στην εκπομπή είπαν δυο κουβέντες για το χωριό, σημείωσαν με νόημα ότι μόνο γυναίκες ζούνε εδώ και έβαλε διαφημίσεις. Το χωριό δεν πρόλαβε να το δείξει, η περιήγηση θα άρχιζε μετά το διάλειμμα. Εγώ όμως δεν κρατιόμουν, έκλεισα αμέσως την τηλεόραση, έφτιαξα το σακίδιο μου και ξεκίνησα για τα τιμημένα χώματα της Πελοποννήσου. Γι’ αυτό τον κλειτοριδικό παράδεισο που ήδη τον έβλεπα: αιδοία παντού να σε κοιτούν ανενδοίαστα και ερυθριώντα. 

 
Τραίνο μέχρι την Πάτρα, κι έπειτα το τοπικό λεωφορείο ως τα Καλάβρυτα κι από εκεί θα έπαιρνα ταξί. Δυστυχώς δεν είχε δρομολόγιο την ώρα που έφτασα, αναγκάστηκα να περιμένω και στην όμορφη Κλειτορία έφτασα πια βράδυ. Έπιασα ένα οικογενειακό δωμάτιο στον ξενώνα «Ο Αρχαίος Κλείτωρ» κι έπεσα εξαντλημένος για ύπνο. Σκέφτηκα πως δεν πειράζει, σήμερα κοιμάμαι μόνος μου, αλλά αύριο αυτό το δωμάτιο θα είναι γεμάτο γυναίκες της Κλειτορίας. Σοφή επιλογή έκανα να ενοικιάσω οικογενειακό.
Το πρωί ξύπνησα θρασύτατος, κλειτοριδοδιψής. Βγήκα έξω και κοιτούσα γύρω σα σκυλί που περιμένει τις κροκέτες του. Βέβαια ήταν πολύ πρωί ακόμα, ποια Κλειτορίς, δηλαδή νεαρά της Κλειτορίας θα έβγαινε στις επτά το πρωί από το σπίτι της. Περπάτησα υποβόσκων το χωριό. Ωραίο χωριό μου φάνηκε, χτισμένο πάνω σε τούτο τον πράσινο λόφο, τον Κλείτορα. Πέτρινα σπίτια, προσεγμένα σοκάκια. Ένα καφενείο κοιμώμενο ακόμα, και ο αεί όρθιος πλάτανος δίπλα του. Η εκκλησία του αγίου Γεωργίου ντροπαλή, έστεκε σκυμμένη πλάι στο εν ουρανοίς σηκωμένο καμπαναριό της. Ως και τα πέτρινα σπίτια είχαν συγκαταβατικά σκύψει μπροστά στις αναιδείς καμινάδες που τεντώνονταν να φτάσουν ψηλά το άπειρο. Όλα σηκωμένα εν στύσει σε τούτο το χωριό φάνταζαν. Γρήγορα η ώρα πέρασε, κι η μανία μου δεν είχε φύγει. Ήταν πια δώδεκα, οι Κλειτορίδες νεαρές θα έπρεπε να τρίβουν τις ρώγες τους εεεεε, τις τσίμπλες τους και να βγαίνουν στον πρωινό ήλιο. Άλλωστε, δώδεκα είναι κι οι απόστολοι, επομένως τώρα έπρεπε να ξυπνάνε και οι Κλειτορίδες νεαρές.
Έστριψα ανυπόμονος σε ένα στενάκι, όταν άκουσα πίσω μου βήματα. «Εδώ είμαστε Ηλία!» είπα κι απότομα γύρισα να δω ποία περπατούσε οπίσω μου. Πίσω μου σ’ έχω σατανά κι όλο εκεί να είσαι μη το κουνήσεις ρούπι. Μα, τι να δω; Μια γηραιά Κλειτορίς γυνή, ζαρωμένη και με άσπρες τρίχες εδώ κι εκεί στο κεφάλι, μου χαμογελούσε λαχανιασμένη. Φάνηκε να με κυνηγούσε. Στο χέρι κρατούσε ένα πιάτο με μουσταλευριά. «Σε είδα να περνάς γιόκα μου» ξεστόμισε «από το παράθυρο. Χρόνια έχει να φανεί άντρας στο χωριό κι είπα να σε φιλέψω κάτι! Μουσταλευριά, φάε!» Στιγμή απελπισίας, αλλά όχι, συνήλθα, κάποια εγγονή θα έχει, τι στο καλό, σκέφτηκα, κόρη ή ακόμα καλύτερα εγγονή. Ανήλικο τελεία και παύλα. «Να είσαι καλά γιαγιά!» είπα ψευτοχαρούμενα κι υποδορίως υστερόβουλος. Η γιαγιά ξίνισε τα μούτρα της. «Όχι και γιαγιά!» είπε βραχνά. «Μα πώς;» ρώτησα τάχα κοινωνικώς «δεν έχεις εγγονάκια; Σίγουρα η κόρη σου θα σε έχει κάνει υπερήφανη, ε;» Κι η γιαγιά με προσγείωσε: «Όχι καλέ μου νέε, σε τούτο εδώ το χωριό δεν υπάρχουν παιδιά. Οι Γερμανοί το ’43 σκοτώσανε όλα τα αρσενικά του χωριού και τα αγόρια από το σχολείο. Έχουμε μείνει μόνο γυναίκες, οι περίφημες Κλειτορίδες Νύμφες αν έχεις ακουστά!» κι ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις ζωγραφίστηκε στα σταφιδιασμένα της χείλη καθώς εκείνη τα σούφρωνε με νόημα.
«Κι άκω κι αυτό» συνέχισε ανελέητη «δεν το λένε τα βιβλία: το χωριό εδώ, όπως και τα Καλάβρυτα ξεκληρίστικε. Γιατί; Θα σου πω εγώ γιατί. Εδώ τα βουνά ήταν γεμάτα αντάρτες, κομμουνιστές σαν τον Βελουχιώτη. Αλλά είχαν μεγάλη μανία. Ένα βράδυ πέτυχαν μια μεθυσμένη παρέα Γερμανών στον ύπνο. Τρύπωσαν στο καφενείο που καθόσαντε οι Γερμαναράδες και τους σκότωσαν όλους. Ύστερα μες στη νύχτα πήραν τα κουφάρια τους και τους άφησαν μπροστά στην Κομαντατούρ. Με τα αρχίδια τους κομμένα, με τα αρχίδια των Γερμανών κομμένα και χωμένα στα στόματα τους. Πεθαμένοι άνθρωποι, καθένας με τα αρχίδια του στο στόμα του. Στρινιάσανε οι Γερμανοί, τώρα θα δείτε σβάιν σβάιν είπανε και σκοτώσανε όλους τους άντρες του χωριού. Οι αντάρτες είχαν ήδη πάρει τα βουνά, και την πλερώσανε οι δικοί μας. Μόνον άντρες όμως. Γιατί είχε γίνει η δουλειά με τα αρχίδια. Κι έτσι μείναμε από τότε άκληρες γυναίκες και μεγαλώσαμε λιγάκι, αλλά όχι και γριές κούκλε μου! Ε;» και μου τσίμπησε το μάγουλο. Σε μια στιγμή αμηχανίας, σαν παιδούλα που της κάνανε κόρτε πήγε να ρίξει κάτω το πιάτο με τη μουσταλευριά. Μου ήρθε να ξεράσω με τα ναζάκια της. «Καλή μου κυρία όλα αυτά είναι αλήθεια; Καλό το καλαμπουράκι σου, αλλά δεν έπιασε καθόλου! Χεχε…» είπα μπας και μου έκανε πλάκα. Δεν μου έκανε. Την χαιρέτισα, ευχαρίστησα για την μουσταλευριά κι άρχισα να τρέχω για τον ξενώνα. Όχι, δεν μου έκανε πλάκα. Ο μέσος όρος ηλικίας της Κλειτορίας ήταν στα ογδόντα τρία χρόνια, το έλεγε κι ο Οδηγός του National Geographic. Και βέβαια το χωριό λεγόταν Κλειτορία και όχι Κλειτορίδα.
Έβαλα όσα είχα βγάλει στο σακίδιο, πλήρωσα την ξενοδόχισσα που στεναχωρήθηκε και «Να μας ξανάρθετε, πάρτε κι ένα γλυκάκι για τον δρόμο!». Βγήκα έξω, ο ήλιος έλαμπε. Ναι, το ταξί για τα Καλάβρυτα θα περνούσε το απόγευμα, πάρα πολύ ωραία… Άρχισα να ζαλίζομαι. Κάθισα κάτω από τον πλάτανο, όταν ένα τρομακτικό ποδοβολητό άρχισε να ακούγεται γύρω απ’ την πλατεία. Σκούπισα το μέτωπο, με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Σήκωσα απελπισμένο το βλέμμα: δεκάδες γριές, με ταψιά στα χέρια έτρεχαν προς το μέρος μου. Χτυπούσαν η μία την άλλη, φωνάζανε προς το μέρος μου και τρέχανε «Έλα μου να σε κεράσω, πέστροφα ψητή βρε μπερμπάντη!» «Φτιάχνω τη νοστιμότερη λαχανόπιτα στο χωριό, μη δε φας!» «Άσε τα αλμυρά παιδάκι μου, είναι νωρίς ακόμα! Σου έχω εδώ γλυκό τριαντάφυλλο να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Κι όπου αλλού σου γουστάρει καυλιάρη μου!» Κι έτρεχαν ανελέητες οι Κλειτορίδες γυναίκες. Μια κρύωνα, μια ζεσταινόμουν. Απ’ τη σκιά του πλατάνου πετάχτηκα στην άκρη της πλατείας. Με χτυπούσε ο ήλιος. Όλη μου η ζωή πέρασε μπροστά από τα μάτια μου. Και λιποθύμησα.
Ξύπνησα το άλλο πρωί στο Νοσοκομείο του Ρίου. Δεν καταλάβανε τι ακριβώς είχα, μάλλον έπαθα ηλίαση και λιποθύμησα. Με αφήσαν να φύγω και μου είπαν να βγαίνω μόνο με καπέλο, η ηλίαση είναι επικίνδυνο πράγμα. Μετά την Κλειτορία και όλα αυτά τα τραυματικά συμβάντα δεν ήθελα να ξαναδώ γυναίκα. Κι είχα μια ανεξήγητη απώθηση προς κάθε τι θηλυκό. Όχι όπως θα το φανταζόταν κανείς όμως. Δεν άντεχα την οθόνη, την φιλολογία, την μορταδέλλα μόνο και μόνο επειδή ήταν θηλυκού γένους. Κλείστηκα στο σπίτι, δεν έβγαινα έξω ποτέ. Πάντα κατεβασμένα τα παράθυρα, κλειστή η τηλεόραση, απενεργοποιημένο το κινητό. Έφαγα ό,τι αρσενικό ή ουδέτερο υπήρχε στο σπίτι κι άφησα να σαπίζουν όλες οι ντομάτες, οι κομπόστες και οι σάλτσες που υπήρχαν στο ψυγείο. Μια μέρα πέρασα μπροστά από τον καθρέφτη.
Πώς είχα καταντήσει έτσι; Μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια, τα μαλλιά σα τη βούρτσα του μπογιατζή, γένια στα μούτρα σαν αλήτης. Έκανα μπάνιο κι έπεσα ξυρισμένος για ύπνο. Το πρωί πάλι στον καθρέφτη. «Ωραίος είσαι σήμερα μάγκα μου!» μονολόγησα. «Κι εσύ!» μου απάντησε ο καθρέφτης κι άρχισα να με κοιτάω απορημένος. Μου μιλούσα; Μου την έπεφτα; Τι γινόταν τελοσπάντων; Τα είπαμε λίγο. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ναι, όλα πια βγάζανε νόημα. Μόνο εγώ με καταλαβαίνω τόσο καλά, μόνο εγώ μπορώ να με αγαπήσω τόσο άδολα κι απέραντα.
Τα φτιάξαμε αμέσως, εκεί, πάνω από το νεροχύτη. Στην αρχή μου έκανα λίγο τον δύσκολο, ότι τάχα δεν είμαι εγώ για μόνιμα πράγματα και τέτοια. Στο τέλος όμως ενέδωσα. Τι άλλο να έκανα; Δεν μπορούσα να μου αντισταθώ. Πήγα στο κρεβάτι και με αγκάλιαζα, με αγκάλιαζα με τέτοια στοργή όπως ποτέ δεν με είχε αγκαλιάσει καμιά τους. Το απόγευμα θα βγαίναμε το πρώτο μας ραντεβού. Έπρεπε να ετοιμαστώ καταλλήλως για να μου αρέσω. Μου τις έκοψα τις πολλές γλύκες, άλλωστε εγώ κι εγώ είχαμε μια σχέση που δεν θέλαμε να την μπερδέψουμε με το σεξ. Αν έμπαινε το σεξ στην μέση ίσως και να χαλάγανε όλα. Ντύθηκα όμορφα, μου έπιασα το χέρι και βγήκαμε από την πόρτα έξω, στο όμορφο νυχτερινό άστυ. Μακριά από νοσηρά χωριά με ανόσιες γραίες.
Με πήγα για φαγητό σε ένα πανάκριβο ρεστοράν. Εγώ παρήγγειλα πάπια πορτοκάλι. «Εσύ τι θα πάρεις καλό μου;» με ρώτησα. «Ό,τι κι εσύ αγάπη μου!» μου απάντησα ναζιάρικα. Ως και σε αυτό συμφωνούσαμε εγώ κι εγώ! «Δυο πάπιες πορτοκάλι λοιπόν γκαρσόν!» είπαμε μαζί. Τις καταβρόχθισα ολάκερες και τις δύο. Γαμώ, Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει. Άσε που όποτε έβγαινα με γκόμενα εκείνη άφηνε το μισό φαΐ στο πιάτο. Κι εγώ κρατιόμουν με νύχια και με δόντια να μη της το φάω. Σαβουάρ βιβρ και μαλακίες. Ενώ τώρα το έτρωγα όλο και δεν φοβόμουν μήπως παρεξηγηθώ μαζί μου. Έδειχνα κατανόηση απέναντί σε μένα. Τι ωραία που περνούσαμε. Ήμασταν σα μία ψυχή. Πού μου κρυβόμουν τόσα χρόνια; Τόσες ώρες, τόσος καιρός χαμένος ενώ αρκούσε να κοιτάξω στον καθρέφτη. Φύγαμε ευτυχισμένοι για το σπίτι. Δεν με χόρταινα. Στον δρόμο όλο σταματούσα στις βιτρίνες και με κοιτούσα, να μου στείλω ένα φιλάκι, να μου τσιμπίσω το μάγουλο, να μου χαϊδέψω το αυτί. Τι καλός που μου ήμουν! Αχ… Με περπάτησα ως το σπίτι. Ντροπαλά με ρώτησα αν θα ήθελα να ανέβω πάνω για ένα ποτό. Ανεβήκαμε τελικά παρέα. Μου έβαλα δυο διπλά ουίσκι έδωσα το ένα σε μένα και το άλλο το κράτησα για μένα. Ήπιαμε, μεθύσαμε. Κοιμήθηκα αγκαλιά με μένα μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Όλα δείχναν ιδανικά.
Το άλλο πρωί δεν ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα. Μου άρχισα τις σκηνές : «Τι νομίζω; Πως θα κρατήσει έτσι αυτή η ιστορία; Αν δεν ολοκληρώσουμε την σχέση μας, να δεθούμε, εγώ κι εγώ να γίνουμε ένα, καλύτερα να χωρίσουμε!»
«Άκου να σου πω» μου είπα «ακόμα δεν αρχίσαμε και πολύ βιάζομαι! Όλο εκεί το μυαλό μου! Έλεος πια, δεν νιώθω τίποτα για μένα; Μόνο σεξ θέλω; Κι άλλωστε τι έχω να μου προσφέρω; Το πολύ πολύ καμιά καλοδουλεμένη μαλακία, κατάλληλης τσόντας επιτρεπούσης…» Μου απάντησα με μια επίπλαστη ηρεμία «Έχεις δίκιο αγάπη μου, θα με περιμένω για όσο μου χρειαστεί, δεν θέλω να με πιέζω, προπαντός να μη νιώθω πως με πιέζω!» και μου έσκασα ένα φιλί συμφιλίωσης στο χέρι σα να ήμουν δεσπότης. Πόσο με αγαπούσα! Μου αφιέρωσα εκείνο το τραγούδι του Χατζή που λέει «Μα εγώ έχω εμένα κι εσύ εσένα, εγώ έχω εμένα κι εσύ εσένα…»
Αλλά τα πράγματα είχαν πια πάρει το δρόμο τους. Το βράδυ δώσαμε ραντεβού στην Πλατεία Κολωνακίου. Πήγα και με περίμενα με τις ώρες. Δεν ήρθα ποτέ. Κοιτούσα μήπως με έβλεπα σε καμιά βιτρίνα καταστήματος να μου κρύβομαι, αλλά όχι. Δεν υπήρχε βιτρίνα καμιά, τις είχαν σπάσει όλες οι αχρείοι και με είχα αφήσει μόνο μου να με περιμένω. Έβαλα τα κλάματα και με έπιασε το παράπονο. Δεν ήθελα να γίνω ξεφτίλα κι έφυγα για το σπίτι.
Μόλις μπήκα στο ασανσέρ, κοίταξα προς τον καθρέφτη και να ’μουν! «Αχά! Ώστε εδώ μου κρυβόμουν! Γιατί δεν ήρθα στο ραντεβού που δώσαμε; Τι νομίζω πως είμαι; Κανένα δεκαπεντάχρονο να τρώω στησίματα και να κάνω μόκο;» Δεν μου απάντησα, με κοίταγα και γελούσα με μια ειρωνεία. Μου έριξα ένα χαστούκι. «Έλεος πια, όλο γελάω, γελάω, ποιος νομίζω ότι είμαι τελοσπάντων;;;;» Το χέρι μου γέμισε αίματα από το χαστούκι, και το ασανσέρ τζάμια, αλλά εγώ ήμουν τόσο εκνευρισμένος μαζί μου που δεν λογάριαζα Χριστό.
Μπήκα στο σπίτι κι άρχισα να σπάζω τα πιάτα. «Αίσχος! Τρείς ημέρες μαζί και δεν μου έχω κάνει ούτε ένα δώρο! Παλιοξεφτίλα!» και δώστου να σπάω τις πιατέλες στα πόδια μου μπροστά. Με ψυχραιμία μου απάντησα «Μη μου κάνω σκηνές, γιατί άμα αρχίσω κι εγώ να εκνευρίζομαι, ούτε ξέρω τι μπορώ να μου κάνω!!» «Α, ναι; Τελείωσε, χωρίζουμε!» μου ούρλιαξα μέσα στα νεύρα. Στην αρχή δεν το πήρα σοβαρά, νόμιζα ότι απλώς μου κάνω σκηνές.
Το άλλο πρωί που ξύπνησα, μόνος στο σπίτι, κατάλαβα. Σε όλους τους καθρέφτες είχα κρεμάσει σεντόνια, τα παράθυρα είχα καλύψει με λαδόκολλα. Εγώ κι εγώ είχαμε πιά και επισήμως χωρίσει… Ένας κόμπος με έπιασε στο λαιμό. Άρχισα να μου λείπω, πεθύμησα την παρουσία μου. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ.
Πέρασε μία μέρα, δύο, τρεις. Κι οι μέρες γίνανε βδομάδες, κι οι βδομάδες μήνες. Με έπιασε μια μανία, μια ανεξήγητη οργή. Γιατί μου είχα φερθεί έτσι; Γιατί με είχα πετάξει στο δρόμο σα σκουπίδι; Πώς θα μπορούσα να με συγχωρέσω τώρα πια;
Μπροστά μου έβλεπα έναν τοίχο. Δηλαδή όχι ακριβώς τοίχο. Απ’ την μελαγχολία δεν κοιμόμουνα καθόλου τώρα πια κι έβλεπα όλο το βράδυ τηλεμάρκετιν κι επαναλήψεις τηλεοπτικών σειρών δεκαετίας.
Τρεις μήνες μετά τον χωρισμό, βγήκα στο φως του ήλιου πάλι. Στη γωνία αριστερά υπήρχε χρόνια τώρα μια παλιά πινακίδα, την έβλεπα μα δεν έδωσα ποτέ σημασία: «Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου». Λες; Μονολόγησα. Ακολούθησα το βέλος και βγήκα σε ένα άσπρο κτήριο. Απ’ έξω υπήρχαν πολλοί καλοί άνθρωποι και περιμένανε. Αλλά κάνανε και διάφορα όσο περιμένανε για να μη βαριούνται. Μια κουκλάρα ξανθιά γαλανομάτα κορασίδα δάγκωνε με μένος τα χέρια της και άσθμαινε. Ένας γεράκος κοιτούσε χαμηλά και έκλαιγε αναστενάζοντας. Λες να είχε χωρίσει κι αυτός όπως εγώ; Ένας σαραντάχρονος φούρναρης τέλος έλεγε συνέχεια πως «τώρα πια είμαι καλά και πως απλώς πρέπει να μου γράψει ο τρελογιατρός τα φάρμακα, αλλά γιατί αργεί; Γιατί αργεί; Λες να τον έχουν απαγάγει; Κάποιος μας παρακολουθεί και τον απήγαγε, αυτό είναι!»
Ήρθε κάποια στιγμή η σειρά μου. Πέρασα μέσα στον γιατρό. «Καθίστε» μου είπε «και ήρεμα!» σα να μιλούσε στον Αζόρ το κανίς. «Τι θα θέλατε να μου πείτε;» «Γιατρέ μου εσείς πείτε μου, τι να κάνω;» Τέλοσπάντων, αυτό το λεκτικό τένις προχώρησε για περίπου σαρανταπέντε λεπτά, ώσπου ο ψυχίατρος μου είπε με σιγουριά «Νεαρέ μου πάσχετε από Ηλίαση!» Έπειτα μου έγραψε κάτι γυαλιά ηλίου ειδικά λέει, που μπορείς και βλέπεις μέσα από τα γυναικεία σουτιέν και βρακάκια χωρίς τις ανώφελες προσπάθειες του παρελθόντος, κάτι χάπια ροζ που όποτε τα πάρεις μεταμορφώνεσαι σε πασά με χαρέμι ανατολίτισσες και τέλος κάτι χάπια μπλε, λίθιο είπε, σαν αυτά που έπαιρνε ο Kurt Cobain για να μην τον λένε ηλίθιο, κι έγραψε κι εκείνο το τραγούδι το Lithium. Κι ύστερα με έστειλε στο καλό.
Ακολούθησα την αγωγή κατά γράμμα. Τα πράγματα άρχισαν μετά από δυο βδομάδες να καλυτερεύουν. Με ξεπέρασα. Κι όχι μόνο με ξεπέρασα, άρχισαν πάλι να μου αρέσουν σιγά σιγά τα θηλυκά. Πλέον μαγείρευα άνετα βραστές πατάτες, τηγανιτές μελιτζάνες, γεμιστές ντομάτες! Σταμάτησα να βλέπω τηλεμάρκετιν κι άρχισα να βλέπω ντοκιμαντέρ.
Ένα βράδυ είχε ένα ντοκιμαντέρ για τις Ύαινες. Μου φάνηκε ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Όχι μόνο ενδιαφέρον, άρχισε να με φτιάχνει κιόλας, να με ανάβει. Μια στιγμή, με έφτασε σε σημείο ακραίου θαυμασμού. Η αναπαραγωγή του άσχημου αυτού ζώου. Μίλαγε για την κλειτορίδα της Ύαινας, της θηλυκιάς Ύαινας που έχει μια κλειτορίδα τόσο μεγάλη, έξι με εφτά πόντους κλειτορίδα. Μια κλειτορίδα να με το συμπάθιο, πεταγμένη όξω σαν αιδοίο επεκτεινόμενο! Οι παλμοί μου άρχισαν να ανεβαίνουν. Έβαλα τέρμα τον ήχο στην τηλεόραση κι άρχισα να ντύνομαι. Σενιαρίστηκα και βγήκα πάλι στο δρόμο. Έτρεξα μέχρι τον Ευαγγελισμό κι επιβιβάστηκα αμετακλήτως στο 608. Στο Νεκροταφείο Ζωγράφου κατέβηκα πρώτος, κι άρχισα να τρέχω την ανηφόρα. Έφτασα στην Φιλοσοφική Σχολή. Πριν μπω, φόρεσα τα γυαλιά που μου έγραψε ο γιατρός. Κι ανενδοίαστος άρχισα να φωνάζω σε όποια Φιλοσόφισσα γκομενίτσα έβλεπα: «Αιδώς Αιδοία! Σκύψτε και σκάστε! Ο Τριχωτός Πίθηκας γύρισε στη ζούγκλα, κάνει ου ου  και μοιράζει μπανάνες! Αιδώς Αιδοία!».
 

 

Καράβια μες στη θάλασσα (Ηλίας)





Καράβια μες στη θάλασσα
και στα μαλλιά η αλμύρα.
Το αέρινο φουστάνι μου
το ζήλεψε ο βοριάς.


Ήλιος που λάμπει στο νερό
στα μάτια σου αντιφέγγει.
Καθρέφτης, και τον ρώτησα
αλήθεια να μου πει.


Οι βράχοι αντιστέκονται,
τα κύματα πεισμώνουν.
Θάλασσα, αλάτι κι έρωτας,
γαλάζιο και λευκό.


Μελτέμι είναι κι έρχεται,
αέρας που αγριεύει.
Ανάσα που την άκουσα,
κοχύλι στα βαθιά.


Φάρος που βλέπει στ’ ανοιχτά,
βάρκα που ξεμακραίνει.
Χέρι που χιλιοφίλησες
μαντήλι σου κουνά.


Φέξε με το φανάρι σου,
φώτισε κάθε λέξη.
Στόμα που γλυκοφίλησα
και μάτια και μαλλιά.


Η νύχτα φέρνει τα όνειρα
κι η μέρα την αλήθεια.
Κάπου στο ενδιάμεσο
ένιωσα τη χαρά.