.

.
.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Βάρναλης: "Τη λευτεριά δεν τη ζητάνε με παρακάλια την παίρνουνε με τα ίδια τα χέρια, μοναχοί!"



σαν σήμερα, 16 Δεκέμβρη του 1974, έφυγε ο Κώστας Βάρναλης....
έκλεισαν 40 χρόνια ....



 

_Τρείς Θάνατοι_
Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,
σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου.
Σπλαχνίσου με καταραμένε Χάρε,
κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.

                                 
Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.
πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,
μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.
_29/7/73_
_Τρείς Θάνατοι_


 



_Οδηγητής_

Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.


Δεν κατεβαίνω από τα νέφη
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.  



Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.

Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.

Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.


Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζουμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.

Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.

Δε δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.

Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.

Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το `να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
_Οδηγητής_

 


_Η Μπαλλάντα του κυρ-Μέντιου_

Κοίτα ! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχει η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγεί
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γης.
_Η Μπαλλάντα του κυρ-Μέντιου_


 


 







ο ποιητής Κώστας Βάρναλης
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm

ο στιχουργός Κώστας Βάρναλης: 
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=index&sort=alpha&lyricist_id=210

ο αγνωστος Κώστας Βάρναλης 
http://kostas-varnalis-poiimata.blogspot.gr/

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.



Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά.  _Μικρά έψιλον_
                                                                                                      Μαρία Νεφέλη



 Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια. 



    Κάνε άλμα πιο γρήγορο από την φθορά.



     Την αλήθεια τη "φτιάχνει" κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα                              




  

Προσανατολισμοί

    Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και  στις παλάμες της καίει η απουσία.



 https://www.youtube.com/watch?v=qtG4Rkr0sh0 
προσανατολισμοί .....


Ήλιος ο Πρώτος

Ότι αγαπω γεννιέται αδιάκοπα.  Ότι αγαπω βρίσκεται στην αρχή του πάντα
                               
    Το τελευταίο ταξίδι 
    μοιάζει με το πρώτο πρώτο.

      
        
       
       
      Που λέτε:ο μόνος δρόμος
            είναι η ανατολή!

      



    Το Άξιον Εστί
    ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός,ο μέγας!        
    Τούτο μόνο να ξέρεις:"Οτι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει".  
     





    Το φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά


    Ωσπου τέλος ένιωσα
     κι ας πα'να μ'έλεγαν τρελό 
    πώς από'να τίποτα 
    γίνεται ο Παράδεισος.  
     

     

    Πού να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο: H άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι.    
                               






    Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.






    Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ'ακούς; το άχ που βγάνει ο σκοτωμός το άχ που βγάν'η αγάπη.

    Εκ του Πλησίον
     

    Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γάτας σου.
     
                            Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός ,αν κρίνεις απ'τα σύννεφα.


             Απο παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.       
                                            Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.

    Κατα τ'άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω ποιήματα ώστε να ερωτεύομαι σωστά                                                                                       

                                           Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά,
    •  
                                     
      που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια                                                                                                                                                                                                    Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί ,όπως το πρώτο σου ποίημα.

    •                  Τι εύκρατη γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!


    Φανού πρίγκηπας πριν την ώρα σου. Αλλιώς θά'ναι αργά ως και για τον διωγμό σου.                                                                                                
    Καθ'οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι.Θέλει να κοιμάσαι μ΄ανοιχτά πανιά και μ'ανεβασμένη την άγκυρά σου.         
     _"Εκ του Πλησίον"_




    • Πιο   κοντός    απ'τη λύπη του    ο άνθρωπος.
    •  

    • Χρειάζονται αλήθειες ,ακόμη και για να πεις ψέματα.

    •                                     Οι ιδέες είναι σαν τα φαντάσματα,περνάς ανάμεσά τους κι αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν.Τις κλοτσάς,κι εκείνες δεν σαλεύουν!Εάν δεν τους λείψεις εσύ, δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ.
                                              

      Η ελευθερία έχει  δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.                               


    •  Επειδή απ' τα είκοσι   στα τριάντα σου                ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς απ'ότι απ'τα τριάντα σου στα ενενήντα σου.                                                                                 

        
    • Στο θέμα της αντιπαροχής δεν ευτύχησε η           ανθρωπότητα.                                                                             
      Εχει κι ο νους Λιτόχωρο.Με διαβαστές πλαγιές κι εύφορα μπλε θαλάσσης.


    •                                        
    Με λίγα σπουργίτια , μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ'αυτά μόνον, γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.                                                                      

           
                                                                                                                                                                   

                                    




    Κάποτε νιώθω νά'μαι ανάμεσα σ'αυτούς που δε γνώρισα ποτέ.


                 

    Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.  



                                                                     
    Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που ανεβάζει το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα.                         



                                                    Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.


    • Ο καλύτερος αγωγός θερμότητας είναι η λύπη.Γι'αυτό βλέπεις να καίνε κάθε μέρα οι καμινάδες , χωρίς να φαίνεται πουθενά καμιά φωτιά. 
    •  
    • Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα,οι μέτριοι από τα αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι.
    •  
    • Και διαμάντι στα δύο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι ,αρκεί νά'ναι από συμφέρον.

    • Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σε οδηγήσει και σε άλλα επόμενα,δεν σε επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ.


    • Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια.
    •  
    • Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις πολλές μικρές καταστροφές.
    •  
    •   Αν δεν σου   λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις.


      Ζητώ ν'αγοράσω αξιοπρέπεια σαν αυτή των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθάνουν.    

    • Είναι τόσο σχετικά τα μεγέθη, που αυτοκαταργούνται. Ενα ικανό μυρμήγκι βαρύνει-σε απόλυτο αξία- περισσότερο από ένα μέτριο πρωθυπουργό.                    
    • Την άνοιξη αν δεν την βρεις τη φτιάχνεις.                            
    •                                                  Και στον ενεστώτα του αρέσει να ξενοπλαγιάζει ο έρωτας και στον παρακείμενο. Με λίγο παραπάνω πιπέρι κατά την περίσταση.                                                                                                                                                                                 
    •  Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός 
    • Η σκέψη ξεβάφει.Ο νους ποτέ. 
    • Εχω πει τόσες αλήθειες , που μοιάζει με ψέματα.
    • Η απόσταση   ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη απ'ότι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.
    •                                                   Σε όλα τα δέντρα θα πρέπει να υπάρχει το όνομα κείνο που σε ένα μόνον άπαξ εχάραξες.                             
    • Τον κορυδαλλό τον ακούς μόνον όταν δεν τον βλέπεις , όπως την έμπνευση τη βρίσκεις μόνον όταν δεν την κυνηγάς.

                                                                   
         
               Μόνος αλλ' όχι μόνος, όπως πάντα.


           Η ομορφιά μπορεί να πουλιέται.Στις  τράπεζες όμως δεν κατατίθεται ποτέ.   Ο τόκος θα ήτανε μια φθορά επιπλέον στο υποτιθέμενο κεφάλαιο.                   




    Στο μυαλό του καθενός περιμένει μια κότα.
     
    Τα Ετεροθαλή


    Παρά λίγη καρδιά θά'ταν ο κόσμος άλλος. 

       Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη.            
          

                     Και δεν ζω και δεν έχω πεθάνει
       
        
       Βαρύς ο κόσμος να  τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνεια το άξιζε.                   

     

        Πολύ δεν θέλει ο κόσμος. Ενα κάτι. Ελάχιστο.   Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα. Ομως ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση.                                            
        Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες τους οι άνθρωποι κι είναι ανάγκη να μείνω απ'τους απέξω.
     Τρία ποιήματα 
       με σημαία ευκαιρίας

                                
       Α, μονάχα νά'ξερα μιαν ελευθερία πραγματική που να μπορώ να την υμνώ χωρίς να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος.
         Το αμύγδαλο του κόσμου είναι βαθιά κρυμμένο και παραμένει αδάγκωτο.
         Το παν είναι η ρότα σου κόντρα στην κοινωνία ετούτη.
         Ολα να τά'χεις πάντα κάτι λείπει.
         Βρέθηκε πάντα να ζητάμε ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται.

          Υπάρχει ένας προδότης μέσα σου που η ώρα του θά'ρθει να τιμωρηθεί.
                                                          
      Ο Οδυσσέας Ελύτης 
    (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.



       πηγή: Βικιφθέγματα

    Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

    "Το Ποτέ Και Το Πουθενα" - του Νικου Δήμου


    ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
    - Ποτέ.
    - Τι θα πει ποτέ;
    Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.





     - Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
    - Ίσως όμως αργότερα…
    - Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.
    Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.
    Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.
    - Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;
    - Είναι το ίδιο.
    - Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.
    Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.
    - Και τώρα που είναι;
    - Πουθενά.

    - Τι θα πει πουθενά;
    - Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
    - Δηλαδή που είναι;
    Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).
    Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.
    - Πού είναι;
    Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.
    - Είναι στον παράδεισο.
    - Τι είναι ο παράδεισος;
    - Ένας κήπος.
    - Σαν κι αυτόν;
    - Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.

     - Πάμε!
    - Δεν γίνεται.

     - Γιατί;
    - Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
    - Μου λες ψέματα!
    Ξέρει – και ξέρω – πως λέω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.
    - Αν είναι αλήθεια, πάμε!
    - Που;
    - Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!
    Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.
    Κλαίει.
    - Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!
    Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαιει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.
    - Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;
    - Λυπάμαι.
    - Δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ να κλάψω.
    - Μέχρι χθες έκλαιγες.
    - Τώρα δεν μπορώ
    - Μα τώρα έφυγε!
    - Γι αυτό δεν μπορώ.
    Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαίει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.
    - Γιατί δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ.
    Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.
    - Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
    - Είμαι.

    - Είσαι το πουθενά.
    - Είμαι.

     - Πότε έφυγες;
    - Μαζί της.
    - Γι αυτό δεν κλαις;
    - Γι αυτό.
    Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.
    - Επειδή δεν άντεξες…
    - ναι
    - Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
    - ναι
    - Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.
    Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.
    - Την αγαπούσες τόσο πολύ;
    - ναι
    - Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
    - Ποτέ.
    Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.
    - Τώρα πρέπει να φύγω;
    - Ναι.
    Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.
    Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.







     Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, σε τέταρτη έκδοση, το βιβλίο του Νίκου Δήμου «Παρ’ όλα αυτά»
    Πρόκειται για είκοσι μικρά πεζά για την Απώλεια, την Ηδονή, την Τρέλα, τη Μοναξιά, τον Έρωτα, την Ποίηση και τον Θάνατο. 
    Εδώ,  το πρώτο κείμενο της συλλογής.

     "Το Ποτέ Και Το Πουθενα"

    - ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
    - Ποτέ.
    - Τι θα πει ποτέ; - See more at: http://ndimou.gr/el/keimena/anthologia/peza/pote/#sthash.9eAH2VQ0.dpufΤο Ποτέ και το Πουθενά
    - ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
    - Ποτέ.
    - Τι θα πει ποτέ;
    Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.
    - Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
    - Ίσως όμως αργότερα…
    - Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.
    Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.
    Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.
    - Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;
    - Είναι το ίδιο.
    - Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.
    Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.
    - Και τώρα που είναι;
    - Πουθενά.
    - Τι θα πει πουθενά;
    - Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
    - Δηλαδή που είναι;
    Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).
    Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.
    - Πού είναι;
    Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.
    - Είναι στον παράδεισο.
    - Τι είναι ο παράδεισος;
    - Ένας κήπος.
    - Σαν κι αυτόν;
    - Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
    - Πάμε!
    - Δεν γίνεται.
    - Γιατί;
    - Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
    - Μου λες ψέματα!
    Ξέρει – και ξέρω – πως λέω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.
    - Αν είναι αλήθεια, πάμε!
    - Που;
    - Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!
    Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.
    Κλαίει.
    - Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!
    Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαιει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.
    - Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;
    - Λυπάμαι.
    - Δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ να κλάψω.
    - Μέχρι χθες έκλαιγες.
    - Τώρα δεν μπορώ
    - Μα τώρα έφυγε!
    - Γι αυτό δεν μπορώ.
    Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαίει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.
    - Γιατί δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ.
    Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.
    - Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
    - Είμαι.
    - Είσαι το πουθενά.
    - Είμαι.
    - Πότε έφυγες;
    - Μαζί της.
    - Γι αυτό δεν κλαις;
    - Γι αυτό.
    Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.
    - Επειδή δεν άντεξες…
    - ναι
    - Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
    - ναι
    - Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.
    Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.
    - Την αγαπούσες τόσο πολύ;
    - ναι
    - Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
    - Ποτέ.
    Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.
    - Τώρα πρέπει να φύγω;
    - Ναι.
    Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.
    Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.




    - ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
    - Ποτέ.
    - Τι θα πει ποτέ;
    Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.
    - Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
    - Ίσως όμως αργότερα…
    - Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.
    Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.
    Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.
    - Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;
    - Είναι το ίδιο.
    - Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.
    Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.
    - Και τώρα που είναι;
    - Πουθενά.
    - Τι θα πει πουθενά;
    - Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
    - Δηλαδή που είναι;
    Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).
    Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.
    - Πού είναι;
    Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.
    - Είναι στον παράδεισο.
    - Τι είναι ο παράδεισος;
    - Ένας κήπος.
    - Σαν κι αυτόν;
    - Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
    - Πάμε!
    - Δεν γίνεται.
    - Γιατί;
    - Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
    - Μου λες ψέματα!
    Ξέρει – και ξέρω – πως λεω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.
    - Αν είναι αλήθεια, πάμε!
    - Που;
    - Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!
    Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.
    Κλαιει.
    - Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!
    Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαιει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.
    - Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;
    - Λυπάμαι.
    - Δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ να κλάψω.
    - Μέχρι χθες έκλαιγες.
    - Τώρα δεν μπορώ
    - Μα τώρα έφυγε!
    - Γι αυτό δεν μπορώ.
    Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαιει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.
    - Γιατί δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ.
    Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.
    - Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
    - Είμαι.
    - Είσαι το πουθενά.
    - Είμαι.
    - Πότε έφυγες;
    - Μαζί της.
    - Γι αυτό δεν κλαις;
    - Γι αυτό.
    Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.
    - Επειδή δεν άντεξες…
    - ναι
    - Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
    - ναι
    - Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.
    Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.
    - Την αγαπούσες τόσο πολύ;
    - ναι
    - Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
    - Ποτέ.
    Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.
    - Τώρα πρέπει να φύγω;
    - Ναι.
    Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.
    Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.
    - See more at: http://ndimou.gr/el/keimena/anthologia/peza/pote/#sthash.9eAH2VQ0.dpuf




    - ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ;
    - Ποτέ.
    - Τι θα πει ποτέ;
    Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την αιωνιότητα.
    - Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις. Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
    - Ίσως όμως αργότερα…
    - Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.
    Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.
    Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά δεν μπορώ να απαντήσω.
    - Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ;
    - Είναι το ίδιο.
    - Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ. Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.
    Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέ και το μηδέν; Παίρνω τον εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.
    - Και τώρα που είναι;
    - Πουθενά.
    - Τι θα πει πουθενά;
    - Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
    - Δηλαδή που είναι;
    Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι το πουθενά του χρόνου).
    Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και πίσω από αυτό κραυγή.
    - Πού είναι;
    Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ το μύθο της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.
    - Είναι στον παράδεισο.
    - Τι είναι ο παράδεισος;
    - Ένας κήπος.
    - Σαν κι αυτόν;
    - Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
    - Πάμε!
    - Δεν γίνεται.
    - Γιατί;
    - Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από το ποτέ και το πουθενά.
    - Μου λες ψέματα!
    Ξέρει – και ξέρω – πως λεω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός. Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του ζωντανού.
    - Αν είναι αλήθεια, πάμε!
    - Που;
    - Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το κεφάλι. Είπες ψέματα!
    Ένας ψεύτικος κήπος. Γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.
    Κλαιει.
    - Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!
    Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να κλαιει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.
    - Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι;
    - Λυπάμαι.
    - Δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ να κλάψω.
    - Μέχρι χθες έκλαιγες.
    - Τώρα δεν μπορώ
    - Μα τώρα έφυγε!
    - Γι αυτό δεν μπορώ.
    Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου ο μικρός, με κοιτάει στα μάτια. Δεν κλαιει πια. Στο βλέμμα του έχει σκιές φόβου.
    - Γιατί δεν κλαις;
    - Δεν μπορώ.
    Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ανατριχιάζει. Κατάλαβε.
    - Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
    - Είμαι.
    - Είσαι το πουθενά.
    - Είμαι.
    - Πότε έφυγες;
    - Μαζί της.
    - Γι αυτό δεν κλαις;
    - Γι αυτό.
    Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.
    - Επειδή δεν άντεξες…
    - ναι
    - Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
    - ναι
    - Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.
    Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.
    - Την αγαπούσες τόσο πολύ;
    - ναι
    - Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ;
    - Ποτέ.
    Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την άλλη. Νυχτώνει.
    - Τώρα πρέπει να φύγω;
    - Ναι.
    Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στην φωνή του. Η γάτα που ήρθε να τριφτεί στα πόδια του, είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι ξένος.
    Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες το σκοτάδι.
    - See more at: http://ndimou.gr/el/keimena/anthologia/peza/pote/#sthash.9eAH2VQ0.dpuf