.

.
.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Γιώργος Ιωάννου: "Ομίχλη"


       Δέν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι άν εξακολοθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια.  Βλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε:  "Είχε κρύο τη νύχτα"  ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά, πρεπει να κάνουμε ντολμάδες".
    


Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νού μου σ΄αυτή.  Μέρα με τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της.  Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ωρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο.  Παρακαλούσα να κρατήσει ως το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
    


Μά, 
κα­μιά  φο­ρά, ό­ταν ξυ­πνών­τας τ’ α­πό­γευ­μα, 
την ώρα που έλε­γα αν θα πάω στο σι­νε­μά  ή  στο κα­φε­νείο, 
έβλε­πα ανα­πάν­τε­χα απ'  το  πα­ράθυ­ρο το  απέραντο θέα­μα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες.  Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, και κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις.  Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα  σ΄αυτήν.  Διασχίζεις  κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει.  Αλλά  και κάτι ακόμα... ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
    


Η ομίχλη ήταν ακόμα πιό γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας.  Αυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιό λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη εβδομάδα.  Και τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα.  Ακόμα και οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα. 
    


Κι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου.  Κι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα.  Πίσω απ΄τα τζάμια διάβαιναν αράδα οι σκιές αυτών διάβαιναν αράδα οι σκιές αυτών που τώρα έχουν πεθάνει.  Κολλούσαν το μούτρο τους για μιά στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Αίματος.  Κι άν δεν μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μιά σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.


Δέν θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη, μάλλον κατέβαινε από ψηλά.  Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθειά απ΄τα όνειρα.  Αυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ΄ένα  βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ΄την πίεση για καλά να παραμερίζει.



Πέφτει πολ­λή ομίχλη, γίνο­μαι ένα μ΄αυτήν, και ξεκινάω.  Ακολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντες τες.  Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο.  Αυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται.  Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε.  Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί.  Κανένας θάνατος δεν είναι καλός.   Ω, και να΄ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους...
       


Ακο­λου­θών­τας τις σκι­ές μπαίνω πάν­τα στον ίδιο δρό­μο. Τα δέν­τρα και  τα  φυ­τά  θε­ρι­εύουν μες στη  μο­να­ξιά  και  τη  θο­λούρα. Γίνον­ται σαν κάστρα τε­ράστια. Φτάνω στο  αγέρω­χο σπίτι, το τυ­λιγ­μέ­νο με κισσούς και φυλλώματα.  Παρ΄όλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σαν να μου γνέφουν,  εγώ δεν πλησιάζω καν την Πορτάρα.  Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω..
    


Φεύγω και ξανάρχομαι στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση.  Ο νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και όλα όσα είδα μέσα σ΄αυτήν.  Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες.  Αισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα.  Τα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται από τα πόδια στο υγρό χώμα..



_Γιώργος Ιωάννου_  


   

...


  
Η πιο ωραία μέρα είναι η σημερινή μέρα. 


Η πιο ωραία στιγμή είναι αυτή η στιγμή.




  
Οχι τα επόμενα δευτερόλεπτα που έρχονται... 
Αυτό που τώρα ζούμε. 






  



 Προεκτείνει κανείς 
τα όριά του 
μόνο όταν 
τα ξεπερνάει.

Scott Peck





Είναι κάτι νύχτες που μιλάς μόνος σου...
απαντάς μόνος σου....
και διαφωνείς κι όλας!!!





 ....κεινο το βράδυ
σώπαιναν  οι λύκοι
γιατί ουρλιάζανε
οι άνθρωποι....

Μ.Λ..





Φοβόμαστε τα πάντα. 

Φοβόμαστε τους ανθρώπους. 

Το παρόν, το μέλλον μας. 

Το παρελθόν φοβόμαστε. 

Τα σκεφτόμαστε και φοβόμαστε.


Για μας. 

Για το πώς μας βλέπουν. 

Φοβόμαστε για το τι θα συμβεί. Οτι δεν θα τα καταφέρουμε. 

 Οτι δεν μας αγαπούν. 

Οτι δεν είμαστε άξιοι. 

Όλο φοβίες. 


Κι έρχεται μια λέξη και τα σβήνει όλα: 

ΑΓΑΠΗ.''








































 






 











Έλα που ο νους μας δεν μπορεί να σταθεί 
στο ''εδώ και τωρα'' , 

αλλα θελει να πηγαίνει 
στο ''εκεί και τότε''..! 



Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

"Μικρογραφια"


Κώστας Βάρναλης....... α γ α π η μ έ ν ο ς ............







επειδή είμαστε παιδιά της αυλής.....
της μικρής αυλίτσας.....
της γειτονιτσας ....
με όλου του κόσμου τις αναμνήσεις να μας χαιδεύουν τρυφερά,
παρηγορια και λύτρωση μαζί....

ήθελα να μοιραστώ μαζί σας αυτή την εκπληκτική "Μικρογραφία" του......
....βούρκωσαν πάλι τα μάτια μου.... πέρασαν τα χρόνια, γερνώντας γίνομαι όλο και πιο ευσυγκίνητη.....

α γ α π η μ έ ν ο ς    Βάρναλης     ...........

α φ ι ε ρ ω μ έ ν ο  ....  με α γ α π η  ..... σε όλους εμάς... τα παιδιά της αυλής...της γειτονιάς...που εύκολα δακρύζουμε......





εδώ, ιστορεί ο ίδιος στο ποίημά του «Μικρογραφία» (στη συλλογή «Ελεύθερος κόσμος», 1966) τα παιδικά του χρόνια.

 




ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ
I
Καλωσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
δεν άπλωσε κανείς να με χαηδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ’ αποσπόρι,
με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλεγε κανείς με τ’ όνομά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παιδί μας! Σ’ αγοράσαμε από μάβρην
κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»

Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη.
Μάζεμα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παίζω, να γυρέβω - ούτε να κλάψω.

Μα κι όταν φανερώθηκε το ψέμα,
πάλι απόμεινα μάζεμα και ξένος!

Πότε θα μεγαλώσω, για να φύγω!…
Από πατέρα ορφάνεψα μωρό
κι ο πρώτος αδερφός και πρώτο μίσος,
μάβρα γυαλιά κι αμίλητος, με πείσμα
με κοπανούσε ολημερίς να στρώσω!

Και νύχτα με ξυπνούσε να με δείρει.
Μιαν τρίτ’ ή τέταρτη άνοιξη ξεπόρτισα.

Ω τι μεγάλος που ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπερός ο ήλιος!

Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν
άφοβα ολόγυρά μου - εγώ φοβόμουν!

Να χα κ’ εγώ φτερά για να πετάξω
τ’ αψήλου, όσο μακρύτερ’ από δώθες!…
Λίγο παρέξω καταπράσινη άπλα.
Πρωτόβλεπα χωράφια φυτρωμένα.
Κυνηγημέν’ απ’ τον αγέρα τρέχαν
τα στάχι’ απανωτά. Τόση ομορφιά
δε βάσταξα και κάθησα να κλαίω!
`
II
Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
στην εκλησιά με τράβαγε ν’ αγιάσω,
νηστικόν αξημέρωτα, γι’ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα
και δε νογούσα τίποτ’ απ’ τα «γράμματα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,
λαχταριστά κουλούρι’ αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
κι ο αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! - «Πάρε μου ένα!»
– «Περπάτα!» και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!…
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα
ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
κουβαλούσα τον άμοιρο εαφτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.
Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες;
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι.
Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλ’ οι
ξενοδικοί. Αργοπόρησα, σειρά μου!
Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοινιά, θα κατέβουν κ’ οι κακίες,
δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,
πιότερο κι απ’ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλάκα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγάπη κανενός ανθρώπου ή σκύλου.
Κι αν έζησα ή δεν έζησα, καμιά
διαφορά στον Απάνου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλλιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι αποθάνει απόψε!
Και μακάρι, όσο να χω αδικηθεί,
εγώ να μην αδίκησ’ άθελά μου!…
Και σαν ζυγιάζει ο διάολος την ψυχή μου
με ψέφτικη παλάντζα να με κλέψει,
– «Σταμάτα, βλάμη! Κ’ είμαι παραπάνου
παρ’ όσο θες αμαρτωλός και φταίχτης»!




Απάντηση από vassilis varnalis
Μονο πνευματικοί επαναστάτες μπορούν να φτιάξουν ένα καλύτερο κόσμο!! εργάτης του φωτός στο δίκαιο αγώνα για πνευματική ανάταση και κοινωνικοί ανύψωση!!!



πηγή:  http://www.poiein.gr/archives/28782/index.html#comment-1112980