Δέν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι άν εξακολοθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Βλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Είχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά, πρεπει να κάνουμε ντολμάδες".
καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ’ απόγευμα,
την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο,
έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, και κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. Η ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ΄αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Αλλά και κάτι ακόμα... ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
Δέν θυμάμαι από που ερχόταν εκείνη η ομίχλη, μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθειά απ΄τα όνειρα. Αυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ΄ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ΄την πίεση για καλά να παραμερίζει.
_Γιώργος Ιωάννου_