Μία σταγόνα χόρευε
Ψηλά πολύ από την πόλη, μακριά από τις εξατμίσεις των
αυτοκινήτων πετούσε ένα σύννεφο σκεπτικό μα και χαρούμενο. Ένα σύννεφο λευκό
σαν αρνάκι, αλλά φορτωμένο σαν γαϊδούρι. Αυτό το σύννεφο κουβαλούσε στην πλάτη
του πολλές πολλές σταγόνες. Κάθε σταγόνα είχε την ιστορία της. Αλλά την πιο
περίεργη ιστορία είχε η σταγόνα που χόρευε.
Η σταγόνα που χόρευε λεγότανε Κύκλωπας. “Τι περίεργο όνομα!”
είπαν οι άλλες σταγόνες όταν τη γνώρισαν. “Κύκλωπα λέγανε έναν μεγάλο γίγαντα
που συνάντησε ο Οδυσσέας, στα πολύ παλιά τα χρόνια! Τι σταγόνα είναι τούτη και
τη λένε έτσι;” ρωτούσαν η μία την άλλη. Αλλά δεν αναρωτιούνταν και πολύ, γιατί
οι σταγόνες δεν σκέφτονται πάνω από ένα δευτερόλεπτο.
Ο Κύκλωπας, η περίεργη σταγόνα της ιστορίας μας είχε μακριά,
ίσια μαλλιά με γαλάζιες ανταύγειες. Δεν είχε ένα μάτι, όπως ο γίγαντας του
Οδυσσέα, αλλά δύο στρόγγυλα. Ήταν μία ψηλή, όμορφη σταγόνα με ανησυχίες και
ενδιαφέροντα. Της άρεσε να παίζει και να κάνει βουτιές. Της άρεσε να χορεύει.
Χόρευε πολύ, γιατί έπαιζε ανάμεσα στην εξάτμιση και την υγροποίηση. Έπαιζε.
Όπως όλα τα παιδιά. Από τη στιγμή που γεννήθηκε, χιλιάδες χρόνια πριν, έζησε
την φυσιολογική ζωή που ζούνε όλες οι σταγόνες.
Ένα ωραίο πρωί, ψηλά στα βουνά της Πίνδου εμφανίστηκε ένας
δράκος. Αυτός ο δράκος ήταν καλός, δεν ήταν άγριος. Του άρεσε το μπάνιο. Μια
και δυο, λοιπόν, αφού κατέβηκε από τα βουνά των Βαλκανίων έφτασε σε μια μεγάλη
λίμνη της Πίνδου. Το βουνό έμοιαζε με καμήλα και έκανε πολλή ζέστη, σα να
ήμασταν στην έρημο. “Ουφ έσκασα! Θα ρίξω μια βουτιά!” είπε ο δράκος και βούτηξε
τη μουσούδα του στη λίμνη. Από τότε τη λίμνη την είπαν Δρακόλιμνη και δεν
ξέρανε αν υπήρχε όντως δράκος εκεί μέσα και έκανε τα λουτρά του ή αν οι
ορειβάτες έβλεπαν οράματα από τη ζαλάδα και τη ζέστη της ανάβασης. Τέλοσπάντων,
εκείνη τη φορά που έκανε τη βουτιά ο δράκος, η σταγόνα μας, ο Κύκλωπας έκανε
μια χορευτική στροφή ζεϊμπέκικου και άρχισε τη ζωή του. Ο δράκος φύσηξε φωτιά
από τη μύτη του και πάρα πολλές σταγόνες άρχισαν να χορεύουν, αλλά ο Κύκλωπας
λίγο παραπάνω.
Χόρευαν χόρευαν σαν τις τρελλές ώσπου έγιναν καπνός. Αυτός ο
καπνός ανέβαινε προς τον ουρανό και έκανε τον ουρανό γαλάζιο, σαν τις ανταύγεις
του Κύκλωπα. Αλλά ήταν μια εδώ μια εκεί οι σταγόνες και σκέφτηκαν “Δεν
μαζευόμαστε να κάνουμε παρέα και να παίζουμε;”. Έτσι, μαζεύτηκαν για πρώτη φορά
και έκαναν το πρώτο σύννεφο. Όπως όμως με όλα τα παιχνίδια, έτσι και με τις
σταγόνες. Αφού παίξανε ήρεμα για τρεις τέσσερις μέρες, μετά άρχισαν να
διαφωνούν. “Εγώ είμαι αρχηγός!” έλεγε η μία. “Κανείς δεν είναι αρχηγός!” έλεγε ο
Κύκλωπας κι έκανε μια φιγούρα φλαμένκο. “Ολέ!” Κι άρχισαν οι τσακωμοί και οι
φαγωμάρες. Η μια σταγόνα έπαιρνε φόρα και κουτουλούσε την άλλη. “Δεν μου αρέσει
να τσακώνεστε!” είπε το σύννεφο. “Θα πάω αλλού! Θα φύγω από τη Δρακόλιμνη μήπως
ηρεμήσετε!” τους είπε.
Και ξεκίνησε μια και δυο κι έφτασε σε μια άλλη κορυφή,
μακριά από την Πίνδο. Έφτασε μακριά, στα Πυρηναία. Εκεί βρήκε το Montcalm Massif. “Τι ήρεμο
βουνό είναι αυτό!” είπε το σύννεφο και χάρηκε. “Εδώ θα μείνω να αιωρούμαι! Θα
ηρεμήσετε και εσείς επιτέλους!” Αλλά οι σταγόνες είχαν πάρα πολλά νεύρα και
συνέχισαν να ρίχνουν κλωτσιές η μία στην άλλη σαν να ήταν κατσίκια. “Θα σας
δείξω εγώ” είπε το σύννεφο αφού είδε κι απόειδε, κι έριξε μια και πλαφ! Πέσανε
όλες οι σταγόνες μέσα στη λίμνη Estany
de Canalbona. “Τιμωρία λοιπόν! Στη λίμνη πάλι!” τους είπε το σύννεφο και
έφυγε.
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός και οι σταγόνες ψάχνανε να βρούνε
τον Δράκο, αλλά δεν τον βρίσκανε. “Με τα μυαλά που κουβαλάτε, καλά τα
καταφέραμε!” είπε κάποια στιγμή ο Κύκλωπας, αλλά δεν τον άκουσε κανείς. Όλοι
κρυώνανε και τρέμανε τα υδάτινα δόντια τους από την παγωνιά. Ο Κύκλωπας χόρευε,
αλλά μαζεμένος, μη σκουντήξει κανέναν έτσι που είχαν κολλήσει σφιχτά σφιχτά.
Φύσηξε πολύς αέρας, ήρθε ο χειμώνας βαρύς και οι σταγόνες
κατάλαβαν ότι έπρεπε να κάνουν παρέα πάλι. Έτσι, έκαναν σωματείο, κόλλησαν η
μία πάνω στην άλλη και έγιναν πάγος. “Θα περιμένουμε την άνοιξη, το καλοκαίρι
ίσως!” αποφάσισαν δημοκρατικά. Και περίμεναν. Κι ύστερα το καλοκαίρι ήρθε και
έλιωσε ο πάγος και οι σταγόνες κάνανε παρέα πάλι, αλλά δεν ήταν η μια πάνω στην
άλλη. Προς το τέλος του καλοκαιριού, ο πάγος είχε λειώσει εντελώς κι ο Κύκλωπας
αποφάσισε ότι ήθελε να φύγει από την λίμνη Estany de Canalbona. Οργανώθηκε μαζί με άλλες σταγόνες και κάνανε
ένα μικρό ρυάκι και στα τέλη του Αυγούστου πήραν την κατηφόρα και κατέβαιναν
κατέβαιναν ώσπου έφτασαν στον ποταμό Besos. Του έδωσαν ένα χαρούμενο φιλί για να τον ευχαριστήσουν για
τη φιλοξενία. Εκείνος είπε “Είστε πολύ καλές σταγόνες! Θα σας κάνω ό,τι χάρη
θέλετε! Τι θέλετε;”
“Θέλουμε να δούμε την Βαρκελώνη! Και ύστερα να πάμε για
μπάνιο στη θάλασσα!” είπε ο Κύκλωπας και συμφώνησαν όσοι τον είχαν ακολουθήσει.
Έτσι κι έγινε. Είδαν την όμορφη πόλη και κατηφόρισαν προς τη Μεσόγειο θάλασσα.
Έδωσαν ένα τελευταίο φιλί στον ποταμό και ανέβηκαν σε ένα άδειο φορτηγό πλοίο
που έφευγε για την Ελλάδα. Το πλοίο είχε αδειάσει στην Βαρκελώνη και φόρτωσε με
νερό θαλασσινό για να μην κουνάει το κύμα.
Οι σταγόνες δυσκολεύονταν στο ταξίδι, αλλά όταν έφτασαν στο
Ιόνιο Πέλαγος ηρέμησαν κάπως. Το πλοίο θα φόρτωνε ψάρια από τον Πειραιά, κι
έτσι τις αμόλησε στο Αιγαίο. Μα ύστερα έβαλε πάλι ζέστη, έναν καύσωνα αφόρητο
κι οι σταγόνες άρχισαν να κοιτάνε προς τον ουρανό. Περιμένανε πώς και πώς ένα
σύννεφο να τις πάρει μακριά από αυτή τη ζέστη και να ηρεμήσουν ξανά. Ώσπου αυτό
το σύννεφο ήρθε.
“Πού πας;” ρώτησε ο Κύκλωπας το σύννεφο. “Πάω βόρεια!” είπε
το σύννεφο αυστηρά. “Πάω στη Χαλκιδική! Αν σου αρέσει, ανέβα!” Ο Κύκλωπας το
καλοσκέφτηκε. Είχε γεννηθεί στη Δρακόλιμνη, αλλά δεν είχε πάει ποτέ στη
Χαλκιδική. Είχε ακούσε για ένα μέρος που λεγόταν Καβουρότρυπες, κι ότι ήταν
πολύ όμορφο για μπάνιο. Αλλά επειδή οι σταγόνες δεν σκέφτονται και πολύ, δυο
δευτερόλεπτα μετά είχε καβαλήσει το σύννεφο και πήγαινε. Ενθουσιασμένη.
Χαρούμενη. Θα ανακάλυπτε μια καινούρια χώρα! Τι ωραία!
Κι έτσι όντως κυλούσε η ζωή της σταγόνας που λεγόταν
Κύκλωπας. Αλλά ο Κύκλωπας, είπαμε, ήταν περίεργη σταγόνα. Έκανε του κεφαλιού
της. Έκανες τις τρέλλες της. Έτσι, όταν φτάσανε στη Χαλκιδική αποφάσισε ότι θα
ερευνούσε τη ζωή των ντόπιων. Προκάλεσε επίτηδες μια υποτιθέμενη διαφωνία, κι
έτσι, με μια ανοιξιάτικη μπόρα, της έδωσε να μια κλωτσιά το σύννεφο κι έπεσε
στη γη. Στις Σκουριές Χαλκιδικής.
Εκεί, ο Κύκλωπας έπεσε σε ένα χωράφι. Γνώρισε έναν αγρότη,
τον Γιώργη και του πότισε τα περιβόλια. Ο αγρότης έβγαζε νόστιμα μαρούλια,
ραπανάκια και καρότα. Ο αγρότης ο Γιώργης δεν καλλιεργούσε πολλά. Μόνο όσα
χρειαζόταν ο ίδιος. Έτσι, ζούσε μια ήρεμη ζωή για εκείνον και την οικογένειά
του. Δεν έβγαζε πολλά λεφτά, αλλά όσα έβγαζε του φτάνανε. Φιλούσε το χώμα και
αγκάλιαζε τη γη σα να ήταν παιδί του. Αυτό άρεσε πολύ στον Κύκλωπα, αλλά επειδή
ήταν και λίγο κυκλοθυμικός, μόλις πότισε τα τελευταία καρότα καβάλησε ένα
υπόγειο ποταμάκι και αποφάσισε να πάει σε μια πηγή. Στα Λουτρά Πόζαρ, κοντά στο
σπίτι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στην πηγή αυτή κάνανε ιαματικά λουτρά. Του άρεσε και εδώ του
Κύκλωπα. Έβλεπε μεγάλες κυρίες αλλά και νεαρούς αθλητές να πλένονται, να
ζεσταίνονται και ύστερα να δροσίζονται. Τουρίστες να ευχαριστιούνται το μπάνιο
τους και να προσέχουν τα δέντρα και τα πλατάνια. Να χαλάνε τα λεφτά τους, αλλά
να αγαπάνε και εκείνοι το τοπίο και να το σέβονται. “Η Φύση είναι ο αγαπημένος
μου δάσκαλος!” είπε ένα κοριτσάκι με ροζ μαγιώ κι έριξε τη βουτιά της. Αλλά
επειδή ο Κύκλωπας ήταν ανήσυχο πνεύμα και ήθελε να δει τις Καβουρότρυπες όπως
δήποτε, σηκώθηκε κι έφυγε πάλι. Βούτηξε σε ένα ρεματάκι και βγήκε ξανά στον
Θερμαϊκό κόλπο.
“Ωραίο κόλπο και αυτό!” σκέφτηκε και συνέχισε το ταξίδι του
από θαλάσσης. Τα κύματα τον έφεραν στις Σκουριές της Χαλκιδικής. “Τι γίνεται
εδώ;” ρώτησε τις άλλες σταγόνες που δεν τις ήξερε. “Εδώ Κύκλωπα γίνεται το έλα
να δεις! Τι να σου λέμε τώρα! Τους κοιτάμε και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε!”
“Ποιούς κοιτάτε;” ρώτησε γεμάτος απορία ο Κύκλωπας.
Εντωμεταξύ, συνέχιζε να χορεύει και όλες οι άλλες σταγόνες τον περνούσαν για
τρελό. “Τους ανθρώπους κοιτάμε!” είπε μια γέρικη σταγόνα. “Τα έχουν κάνει σαν
τα μούτρα τους! Και το χειρότερο! Ασχημαίνουν και εμάς!”
“Πώς μας ασχημαίνουν εμάς; Εμείς σταγόνες είμαστε, ή πάγος
θα γίνουμε ή ατμός! Τι λέτε;”
“Μικρή αθώα σταγονίτσα. Τόσα ξέρεις, τόσα λες” επέμεινε ο
γέρος. “Εδώ, στις Σκουριές, βγαίνει ένα περίεργο πράγμα που λέγεται χρυσός.
Λάμπει σαν τον ήλιο. Είναι κρύο σαν τον πάγο. Αλλά τα μάτια των ανθρώπων
γίνονται κόκκινα σαν τη φωτιά όταν το βρίσκουν. Τους πιάνει πυρετός. Και δεν
υπολογίζουν κανέναν! Ούτε εμένα, ούτε εσένα, ούτε καμία σταγόνα!”
“Και τι κάνουν δηλαδή;” ρώτησε πάλι ο Κύκλωπας χορεύοντας
γύρω γύρω σαν καρουζέλ.
“Μας χρησιμοποιούν για να βγάλουν αυτό το παλιόπραμα, το
χρυσό. Μας λερώνουν και μετά μας πετάνε στα σκουπίδια και δεν μπορούμε να
γίνουμε ξανά ούτε πάγος ούτε ατμός! Μας βάζουν σε κάτι τεράστια κίτρινα
βαρέλια, με μία νεκροκεφαλή πάνω. Δεν μας λένε σταγόνες πια. Μας λένε απόβλητα.
Α-πο-βλη-τα! Το κατάλαβες; Εδώ που ήρθες, Κύκλωπα, τελειώνει το ταξίδι σου.
Εκτός αν...”
Ο Κύκλωπας τρομοκρατήθηκε. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι το
ταξίδι του θα τελείωνε εκεί. Έπρεπε να βρεθεί μία λύση. Είχαν μαζευτεί όλοι
μαζί πάνω στο σύννεφο και κάνανε υπομονή. Είχαν συμφωνήσει πως δεν θα
τσακωθούν, ώστε να τους κρατήσει το σύννεφο περισσότερες μέρες και να μην τους
απολύσει πάνω στις Σκουριές. Παρ' όλα αυτά το άγχος του Κύκλωπα ήταν τεράστιο.
Άρχισε να ιδρώνει και τα μακριά γαλάζια μαλλιά του είχαν γίνει μαύρα από την
αγωνία.
“Εκτός αν τι;” ρώτησε τη γέρικη σταγόνα.
“Εκτός αν καταφέρουν κάτι ετούτοι εδώ οι άνθρωποι!” είπε η
γέρικη και του έδειξε χαμηλά, μπροστά στο ορυχείο. Είχαν μαζευτεί πολλοί νέοι
άνθρωποι και είχαν ανάψει φωτιά. Έκαιγαν ξύλα και φώναζαν “Έξω οι εταιρείες απ'
τις Σκουριές!” Υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι, με μαύρα ρούχα που έλεγαν πάνω
“ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ” και χτυπούσαν τους άλλους ανθρώπους. Οι δεύτεροι ήταν πιο δυνατοί
από τους πρώτους. Οι πρώτοι δεν μπορούσαν να διώξουν τους δεύτερους, ούτε τα
ορυχεία.
“Εδώ βγάζανε χρυσό από τα αρχαία χρόνια...” συνέχισε την
ιστορία η γέρικη σταγόνα “θυμάμαι τον μπαμπά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον
Φίλιππο, να βγάζει νομίσματα από εδώ. Αλλά εκείνος, τουλάχιστον δεν μας λέρωνε.
Αυτοί εδώ θέλουν να μας κάνουν απόβλητα. Το καταλαβαίνεις Κυκλωπάκο μου; Τελειώσαμε.
Αυτό ήταν”.
Ο Κύκλωπας απελπίστηκε. Τραβούσε τα μακριά γαλάζια μαλλιά
του και έκλαιγε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Κοιτούσε κάτω κι έβλεπε τον κόσμο να
συγκρούεται και να χάνει. Η Αστυνομία και η Εταιρία νικούσε. Τα ορυχεία θα
γίνονταν αύριο το πρωί. Η νύχτα έπεσε, ο ήλιος κοιμήθηκε σαν βασιλιάς κόκκινος
και το σύννεφο περίμενε να ξημερώσει.
Ο Κύκλωπας στριφογύριζε στο άσπρο σαν αρνάκι κρεβάτι του.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάτι έπρεπε να γίνει. Ονειρευόταν άλλες λύσεις,
ονειρευόταν ξύπνιος και αφηνιασμένος. Ίδρωνε, γύριζε πλευρό, πάλι η ίδια
αγωνία. Κατάφερε τελικά να κοιμηθεί νωρίς νωρίς την αυγή. Όταν ξύπνησε, ο
ουρανός ήταν περίεργος.
Είχε έρθει ένα άλλο σύννεφο, χωρίς σταγόνες αυτή τη φορά,
αλλά με πολλή, πάρα πολλή σκόνη. “Είμαι από την Αφρική” είπε στο λευκό σύννεφο
“και ήρθα να τα βρούμε”.
Τότε στο παλαβό μυαλό του Κύκλωπα κατέβηκε μια εντελώς τρελή
ιδέα. Ναι! Αυτό ήταν! Θα κατέστρεφαν οι ίδιες οι σταγόνες το καταστρεπτικό
σχέδιο των ανθρώπων.
“Σύννεφο έχω να σου κάνω μία πρόταση” είπε και ψιθύρισε στο
λευκό αυτί του. “Σύμφωνοι! Κανένα πρόβλημα!” είπε το Σύννεφο. “Αύριο το πρωί!”
Κι έτσι κι έγινε. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν τα έργα
ανακατασκευής του πειναλέου ορυχείου. Η πρώτη μπουλντόζα άρχισε να σκάβει τη γη
και οι άνθρωποι είχαν υποχωρήσει χιλιόμετρα μακριά, ανήμποροι να αντιδράσουν
στην εταιρεία. Όμως, την στιγμή που κανείς δεν το περίμενε, μαζευτήκαν πολλά
πολλά σύννεφα λευκά κι έκαναν τάχα πως τσακώνονται μεταξύ τους.
Απέναντι τα περίμενε το κίτρινο σύννεφο από την Αφρική. Και
την συμφωνημένη ώρα, μαζεύτηκαν όλα μαζί και πήραν φόρα. Κουτούλησαν στο κεφάλι
το κίτρινο σύννεφο και όλες οι σταγόνες ζαλίστηκαν προς στιγμήν, αλλά το
ξέχασαν γιατί οι σταγόνες δεν σκέφτονται παρά για δευτερόλεπτα. Κι έπειτα έγινε
Κατακλυσμός. Ένα Κατακλυσμός γεμάτος λάσπη και επανάσταση.
Τα έργα ανακατασκευής διακόπηκαν επί τόπου. Οι μπουλντόζες
κυλούσαν μέσα σε ποτάμια που δεν είχαν ξαναδεί. Πλημμύρισε ο τόπος. Οι τρύπες
του αρχαίου ορυχείου γέμισαν με νερό και ο Κύκλωπας κύκλωνε χαρούμενος τα
σχέδια των ανθρώπων καταστρέφοντας τους πριν τον καταστρέψουν εκείνοι.
Είχε λερωθεί, είναι η αλήθεια. Τα γαλάζια μαλλιά του είχαν
γεμίσει σκόνες και χώματα. Αλλά δεν τον ενοχλούσε. Όλα αυτά θα έφευγαν από πάνω
του σύντομα και όχι μόνο αυτό. Το σχέδιο των ανθρώπων για το Ορυχείο διακόπηκε
για πάντα. Η Εταιρεία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις φυσικές θεομηνίες
οικονομικώς. “Η οργή της φύσεως” έγραψαν οι εφημερίδες. “Ο θεός μας τιμωρεί”
είπαν οι παπάδες. Αλλά κανείς δεν ήξερε την αλήθεια, πως όλα ετούτα ήταν το
σχέδιο της μικρής, τρελής σταγόνας που χόρευε, του Κύκλωπα. Δεν τους συνέφερε
να αρχίσουν τα έργα από την αρχή, να πάρουν πάλι εξοπλισμό και να ξεκινήσουν
όλα αυτά ξανά. Το κράτος αδυνατούσε να αποζημιώσει την Εταιρεία και το
ενδιαφέρον για τον χρυσό χάθηκε. Άλλωστε, στη θέση του ορυχείου είχε γίνει πια
μια πελώρια κόκκινη λίμνη, αδύνατον να συμμαζευτεί.
Κι όσο για τον Κύκλωπα; Αυτός την επόμενη εβδομάδα ξανάπεσε
σε ένα όμορφο χωράφι με αμπελώνες, στην κοιλάδα της Τοσκάνης. Πότιζε μια σειρά
σταφυλιών chianti και
θα γινόταν σύντομα το πιο νόστιμο κόκκινο κρασί, έξω από το χωριό του Λεονάρντο
Ντα Βίντσι. Και χόρευε. Χόρευε χαρούμενος και ωραίος. Μια στριφογυριστή,
ατελείωτη, ανεξάντλητη ταραντέλλα.
(του Ηλία ...)
β΄ Βραβείο Λογοτεχνικού Διαγωνισμού A Sea of Words, 2015