Μέσα στο αποκλεισμένο Οράν, η πανούκλα θερίζει ζωές, τα κρεματόρια δουλεύουν μέρα νύχτα, τα τραμ περνούν φορτωμένα νεκρούς. Κι όμως ο κόσμος κυκλοφορεί στους δρόμους, παραδομένος σε μιαν αδιάκοπη αναζήτηση, κι όμως ο γερο-ασθματικός μετράει το χρόνο με ξερά μπιζέλια μέσα σε δυο καραβάνες, κι ενώ μερικοί πασχίζουν να ξεπεράσουν τις ενοχές τους, κάποιοι άλλοι βρίσκουν μέσα στον τρόμο και την αγωνία τις μεγάλες φιλίες που θα τους σημαδέψουν...
Αλμπέρ Καμύ, «Η πανούκλα» (απόσπασμα)
[...]Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Νά γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών.
Στα μέσα εκείνης της χρονιάς ήταν που έπιασε ένας δυνατός άνεμος, που φυσούσε για πολλές μέρες μέσα στη χτυπημένη από την πανούκλα πόλη. Τον άνεμο τον φοβούνται ιδιαίτερα οι κάτοικοι του Οράν, γιατί δε συναντά κανένα φυσικό εμπόδιο πάνω στο οροπέδιο που είναι χτισμένη η πόλη, κι έτσι χιμάει μ’ όλη του τη μανία μέσα στους δρόμους. Μετά απ’ αυτούς τους ατέλειωτους μήνες, που ούτε μια σταγόνα νερό δεν είχε δροσίσει την πόλη, το Οράν ήταν σκεπασμένο με μια γκρίζα σκόνη που ξεφλούδιζε στο φύσημα του ανέμου. Κι ο άνεμος σήκωνε κύματα σκόνης και χαρτιών που τυλίγονταν στα πόδια των σπάνιων πια περαστικών. Τους έβλεπες πια να διασχίζουν βιαστικοί τους δρόμους, γερμένοι μπροστά, φράζοντας μ’ ένα μαντίλι ή με το χέρι τους το στόμα. Το βράδυ, αντί οι άνθρωποι να μαζεύονται πολλοί μαζί προσπαθώντας να παρατείνουν τη διάρκεια αυτών των ημερών που καθεμιά τους μπορούσε να είναι κι τελευταία γι’ αυτούς, συναντούσες μικρές ομάδες ατόμων που βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους ή να χωθούν στα καφενεία. Έτσι, για μερικές μέρες, την ώρα του σούρουπου, που έπεφτε γρηγορότερα αυτή την εποχή, οι δρόμοι ήταν έρημοι και μόνος ο άνεμος θρηνολογούσε ανάμεσά τους ασταμάτητα. Μια μυρωδιά από φύκια και αρμύρα αναδινόταν από την ταραγμένη και πάντα αόρατη θάλασσα. Και τότε τούτη η έρημη πόλη, ασπρισμένη από τη σκόνη, πλημμυρισμένη από μυρωδιές θαλασσινές, αντηχούσε από το ουρλιαχτό του ανέμου και βογκούσε σαν ένα νησί που το χτύπησε η συμφορά.
[...]
[πηγή: Αλμπέρ Καμύ, Η Πανούκλα, μτφ. Αγγελική Τατάνη, Γράμματα, Αθήνα 1990, σ. 155-156]
Ο Αλμπέρ Καμύ τελείωνε την «Πανούκλα» -μια αφήγηση για τον φασισμό- με την παρατήρηση πως ο γιατρός Ριέ δεν συμμετείχε στη μαζική ευφορία, όταν είχε ανακοινωθεί επίσημα πως έφυγε το σκιάχτρο της πανούκλας «...επειδή γνώριζε αυτό που δεν ήξερε το χαρούμενο πλήθος: ότι ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει, ποτέ δεν εξαφανίζεται· ότι μπορεί να επιζεί απαρατήρητος για πολλά πολλά χρόνια, κρυμμένος σε έπιπλα και σε σεντόνια, να καρτερά υπομονετικά... Ωσπου, κάποια μέρα, η πανούκλα να αναστήσει τους αρουραίους της στέλνοντάς τους να πεθάνουν σε μιαν ευτυχισμένη πόλη, καθώς η ανθρωπότητα, δίχως ανάσα από τρόμο, θα έχει πλέον μάθει το μάθημά της...».