Μόνιμοι Στύλοι
του Ηλία Κολοκούρη
Ειδύλλιο αστικό
Μέσα σε όνειρο ήρθε εκείνη. Η άτιμη, η πεταλώτρια αλόγων και
παράλογων προσδοκιών. Ήρθε κι όλο μπούρου μπούρου, σα τη μπουρού του Τέλη του
ψαρά στο αυτί εκείνου, που ο Τέλης έχει πια εντελώς κουφαθεί κι άμα βάλει
όστρακο στο στόμα του δεν αφήνει ου για ου.
Ω, κι όταν ήρθε εκείνη, η μία, η μοναδική, η που άλλη τέτοια
δεν υπάρχει. Ήταν μεγάλη ευκαιρία όταν την είδε εκείνος. Έλαμπε από νιότη,
έσφυζε από απογοήτευση κι ήταν όσο πιο ευάλωτη γίνεται. Κι όλα κυλούσαν σε έναν
παρατεταμένο παρατατικό, που όλα αιώνια τα κάνει κι είναι πολύ βολικός για τους
μέτριους που καμώνονται πως γράφουν.
Πολεμούσαν με πράσινες άγουρες ντομάτες για να φθάσουν ως
εδώ. Κονιορτοποιούσαν αδέσποτες κοκκινωπές πασχαλίτσες για να ’ναι άδειο το
μονοπάτι κι ελεύθερος ο λασπερός δρόμος. Ξεκάνανε κι ίσαμε με δυόμισι
ντουζίνες, δηλαδή πέντε εξάδες ή αλλιώς έξι κώμα έξι σκώμμα έξι έξι έξι
τεσσεραμισάδες δεκαοχτούρες που αφόδευαν στα μπαλκόνια της και δεν μπορούσε ο
Περικλής ο περίεργος να πάρει μάτι, κι όλο εις μάτην να προσπαθεί τις ρώγες του
σταφυλιού της Αλίκης να δει.
Ήταν ωραία τούτη η μάχη. Ξεπερνούσαν διαρκώς τους εαυτούς
τους συντρόφισσες και σύντροφοι. Αλλά παραμένανε σύντροφοι, τρέφονταν με τις
ίδιες πάστες φλώρες, τι κι αν οι κένταυροι τους λέγαν φλώρους. Εκείνοι, τα δυό
τους είχαν τα αυτιά τους κλειστά στις σειρήνες. Τα αυτά τους ανοιχτά, σε θέα
κοινή, για περάστε, για περάστε, τάχα ψάχνεστε, πού να ’στε;
Ή αντίσταση ήταν απέναντι από τη στάση Κοτοπούλη, κι
εκείνος, ο Περικλής, πήγαινε συνέχεια εκεί αν και φοβόταν για διοξίνες και
νόσους των πουλερικών. Μαζεύονταν εκεί και κακάριζαν ίσαμε το πρωί, κι ο
Γαβριήλ έκανε έναν πολύ κουφό ήχο με το πόδι του σα να κλάνει μηρμύγκι. Κάποτε
είχαν πια φτάσει στο Αμήν κι ο Γαβριήλ σηκώθηκε απ’ τον τοίχο που τον είχαν
βάλει για εκτέλεση οι αγιογράφοι, όπως τότε με την Κατοχή, σηκώθηκε ο Γαβριήλ
κι άρχισε να μοιράζει ψωμί κι οίνον στα παιδιά. Αρχικά σκεφτόταν να φέρει
καραμέλες, αλλά μετά είπε, Κοτζάμ Γαβριήλ, με τόσα φτερά, θα τους φανούν
ύποπτες οι καραμέλες.
Κυνήγι που τράβηξε αυτός ο έρως. Ανοίγανε τρύπες στους
τοίχους, χώνανε εκεί μέσα τα χέρια τους κι ελπίζανε να τους περάσουν για
κουλούς και να τους λυπηθούνε. Αλλά πώς και πότε ξεκίνησαν όλα αυτά;
Ήταν ημέρα Τρίτη. Εβδομάδα δεύτερη των κινητοποιήσεων
διαμαρτυρίας για την δολοφονία του μαθητή Γρηγορόπουλου. Φορά πρώτη που η Αλίκη
θα κατέβαινε σε πορεία. Μαθήτρια Δευτέρας Λυκείου η Αλίκη, όχι ιδιαιτέρους
πυρηνικής οικογενείας. Σα τσαντισμένο ηλεκτρόνιο ήθελε όλο να φύγει. Καταγωγής
Σαλονικιώτικης, τουτέστιν με ελευθερίες και ταξίδια συχνά δίχως ενοχές για το
απουσιολόγιο.
Τον προηγούμενο μήνα η Αλίκη πήγε στην Σαλονίκη για το
Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Εκεί, σε ένα πάρτυ στο Residents η Αλίκη γνώρισε τον Χέσους,
έναν θεότρελο και όμορφο Ισπανό που της πούλησε φούμαρα κι έρωτες, ή μάλλον για
την ακρίβεια της πούλησε ένα μικρό μπουκαλάκι LSD.
Η Αλίκη ήθελε μέρες τώρα να κατέβει στις πορείες, αλλά
φοβόταν. Σήμερα, ημέρα Τρίτη αποφάσισε να το τολμήσει. Όπως τότε, στο Γυμνάσιο,
που τα ζήτησε στον Αλέξη ωσάν ξετσίπωτη, αλλά για να πάρει θάρρος είχε πιει
πρώτα δύο Gordon’s Space, έτσι και σήμερα. Πήρε
τον ηλεκτρικό και κατέβηκε απ’ τα Άνω Πατήσια στην Ομόνοια. Βέβαια, πρώτα
τίναξε στη γλωσσίτσα της με το σταγονόμετρο δύο σταγόνες LSD, στην τσέπη την ταυτότητά της κι
αυτά. Στη διαδρομή στον ηλεκτρικό έβλεπε πράσινες φωτιές απ’ τα παράθυρα και
θηλυκές στρουθοκαμήλους να παραπονιόνται όρθιες που πάλι δεν περνάνε τα τρόλεϋ
απ’ την Σταδίου.
Έφτασε κάποια στιγμή στην Ομόνοια κι ανηφόρισε στην
Πανεπιστημίου. Δεν ήξερε και πολύ από κέντρο, σχολείο πήγαινε στο Κολλέγιο
Αθηνών. Ωστόσο, αφού συνάντησε διάφορους αδιάφορους ελαστικούς ελέφαντες και
αλκοολικές αρκούδες, συνάντησε και τη φίλη της τη Νεφέλη στο ύψος των
λουκουμάδων, Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη, λουκουμάδων απαύγασμα.
Η Αλίκη κρατήθηκε και δεν είπε στη Νεφέλη ότι η μύτη της τής
φαινόταν πολύ πουά σήμερα, κι έτσι οι δύο συμμαθήτριες άρχισαν να πορεύονται
διαμαρτυρόμενες για χοιρινά και λοιπά λιπώδη όργανα της τάξεως. Κάποια στιγμή
έφτασαν Σταδίου και Αιόλου. Κι εκεί άνοιξε ο ασκός του Αιόλου που είχε μέσα
λιποθυμιογόνα.
Εκεί βρισκόταν ο Περικλής, περικυκλωμένος από άλλα χοιρινά.
Καταγωγής Καλαματιανής ο Περικλής, τουτέστιν Sweet Home Kalamata, where the grasses grow high!
Αλλά όχι. Ο Περικλής ήταν από μια φτωχή, στο νοίκι συνεχώς και συνετή
οικογένεια. Ο μπαμπάς ευπρεπώς υπάλληλος του δήμου –ειλικρινώς σκουπιδιάρης– κι
η μαμά γκραν μέτρ της χοτ κουτούρ –ειλικρινώς μοδίστρα–.
Ο Περικλής τα πήγαινε καλά στο σχολείο, ήθελε να σπουδάσει
Θεατρικές Σπουδές, αλλά κάπου εκεί στη Δευτέρα Λυκείου κατάλαβε ότι πρέπει να
βγάλει λεφτά. Τσαντισμένος, πήγαινε στις καταλήψεις, «Κάτσε καλά Γεράσιμε!»
φώναζε κι άκουγε Χάρτινο Τσίρκο, άκουγε την αγάπη, Pink Floyd και
Jimi Hendrix.
Αλλά έπρεπε να βγάλει λεφτά. Στα δεκαοχτώ, όλοι του οι φίλοι
μετακομίσαν από την Καλαμάτα σε Αθήνες και Θεσσαλονίκες, φοιτητική ζωή και
φοιτήτριες. Αυτή η μαγική κι άπιαστη λέξη. Κι ο Περικλής; Ο Περικλής μπήκε στις
ειδικές δυνάμεις, βούλιαζε, βούλιαζε σε πισίνες Γενάρη μήνα, κόντευε να πνιγεί
και μέσα σε τέσσερα χρόνια ο Περικλής είχε γίνει εικοσιδύο χρονών ΜΑΤατζής. Απ’
τους χειρότερους. Στα ντου στους διαδηλωτές έμενε πάντα πίσω κι όλο τον
απειλούσαν οι διμοιρίτες.
Σήμερα, ημέρα Τρίτη, ο Περικλής είχε κουραστεί πια. Εβδομάδα
δεύτερη των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας για την δολοφονία του μαθητή
Γρηγορόπουλου. Φορά πρώτη που ο Περικλής θα άνοιγε ένα από τα πακέτα που του
έστελνε ο θείος του απ’ την πατρίδα.
Sweet Home Kalamata,
θεία τα ελέη σου. Άγρια χαράματα, τέσσερις το πρωί. Το μεσημέρι ο Περικλής θα
έπιανε δουλειά Αιόλου και Σταδίου, και τώρα, μέσα στα άγρια χαράματα κάπνιζε
χασισάκι άγιο της πατρίδας του, δίχως να χαιρετά γαλανόλευκες, κάπνιζε πρώτη
φορά κι άκουγε ξανά και ξανά το Dark Side Of The Moon,
και κάθε φορά ακουγόταν αλλιώτικο, σα να άνοιγε ένα κουτί με κάτι άλλο μέσα,
σαν ατελείωτη μπάμπουσκα.
Είχε αποφασίσει να το πάει έτσι ως τις έντεκα. Μήνες τώρα
είχε πέσει σε ένα διπολικό, άκρατη χαρά όταν άκουγε μουσική κι άπατη θλίψη όταν
έφευγε για τη δουλειά. Και μανία καταδίωξης ότι θα καταλάβει κάποιος περαστικός
πως αυτός, ο Περικλής, είναι ένας από εκείνους. Ένας παγωτατζής. Εεεε, ένας
ΜΑΤατζής.
Πώς σκατά έμπλεξε σ’ αυτή την δουλειά; Δεν γινόταν
υδραυλικός; Ν’ αναγκάζεται να κυνηγά κορίτσια με ράστα μαλλιά κάθε μέρα;
Οι καπνοί απ’ το στριφτό είχαν μεταμορφώσει την πειραιώτικη
γκαρσονιέρα του Περικλή σε ψησταριά. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί
σαν ομπρέλες μαύρες.
Η ώρα πήγε έντεκα, ο Περικλής έστριψε άλλα δυό, δεν τον
ένοιαζε αν θα τον παίρνανε πρέφα οι άλλοι. Άλλωστε είχε χρησιμοποιήσει RIZLA πράσινα μικρά κι αθώα
σαν κανονικού σιγαρέτου. Το αποφάσισε. Θα κάπνιζε στο πόστο του, Σταδίου και
Αιόλου κι ας πάνε στου διαόλου οι διμοιρίτες.
Η ώρα δώδεκα και μισή, ο Περικλής άναβε το δεύτερό του
αμαρτωλό τσιγάρο. Τότε μια εντολή ήρθε, άνευ εξήγησης, ο διμοιρίτης ούρλιαξε
«Πάνω τους!». Ο Περικλής δεν έφτυσε το τσιγάρο του, παρέλειψε να φορέσει
αντιασφυξιογόνο μάσκα και κατέβασε ίσα το πλαστικό κάλυμμα του κράνους του,
σχηματίζοντας έναν Ι.Χ. τεκέ γύρω από το πρόσωπό του. Ετοιμάστηκε απελπισμένος.
Μα ξαφνικά άρχισε να βρέχει λουλούδια. Η Σταδίου έγινε
βοσκοτόπι για τα δύο παιδιά. Στα μπαλκόνια κατσικούλες βελάζανε κι ένα ρυάκι
κυλούσε ως τον υπόνομο της διασταυρώσεως. Η Αλίκη είδε τον Περικλή. Κι ο
Περικλής είδε την Αλίκη. Ο Περικλής είδε μιαν Αλίκη βοσκοπούλα, μια ζηλεμένη
κόρη. Κι η Αλίκη είδε έναν Περικλή χαμένο ψαρά να κουβαλά κουπιά πάνω σε
λόφους. Κι ύστερα πιαστήκανε χέρι με χέρι. Χορεύανε πάνω στις μαργαρίτες,
πλέκανε στεφάνια απ’ τα μαραμένα λουλούδια της Κοραή, τραγουδούσαν σε ακατανόητες
γλώσσες, τις αράχνες της Πολιτείας και του Κράτους ποδοπατούσαν και ταράντιζαν,
ταράντιζαν, ταράντιζαν κι αιωρούνταν πάνω απ’ τη σάπια πόλη.
Ο Περικλής χάρισε στην Αλίκη την ανήλικη μια ερυθριούσα
παπαρούνα, η Αλίκη στον Περικλή ένα λευκαντικό κρινάκι. Τα πουλιά κελαηδούσαν
κι οι σειρήνες των σπασμένων των βιτρινών έκαναν μόκο. Μια ευωδία τυλιγμένη σε
άνθινη ελευθερία γιόμιζε τον τόπο και τα δακρυγόνα σάπιζαν ληγμένα στα κλουβιά
τους. Τα πέη ορθώνονταν και τα όπλα σκύβανε σκουριασμένα στις θήκες. Κι όπως
τον έκτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Αθηναίος πολίτης Δικαιόπολις
συνήψε χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Σπαρτιάτες.
Κι η Αλίκη με τον Περικλή έκαναν έρωτα στα λουλούδια επάνω.
Κι ο καημένος ο μαθητής ξαναγεννιόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου