.

.
.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

edgar allan poe..... η ακοίμητη κοιλάδα...

Η ΑΚΟΙΜΗΤΗ ΚΟΙΛΑΔΑ  

Edgar Allan Poe




Χαμογελοῦσε, κάποτε, μές στή σιωπή ἕνας λόγγος. Γύρω ψυχή! Οἱ κάτοικοι ἔλειπαν στούς πολέμους, κι εἶχαν ἀφήσει τά γλυκά μάτια τῶν ἀστεριῶν ἀπ’ τά οὐράνια κάστρα τους τό βράδυ νά φυλᾶνε τ’ ἄνθη, ὅπου ρόδινο τό φῶς τεμπέλιαζε ὅλη μέρα.

Μά, τώρα, ὅποιος βρεθεῖ ἐκεῖ ὀφείλει νά παραδεχθεῖ πώς σφύζει ἀπό κίνηση τοῦ λόγγου ἡ ἐρημιά. Τίποτε ἐκεῖ δέν στέκεται. Ἐκτός ἀπ’ τόν ἀέρα: σάν νά κλωσάει ἀσάλευτος τῆς μοναξιᾶς τά ξόρκια. Πνοή δέν εἶναι ἀνέμου πού κάνει αὐτά τά δέντρα νά φρίττουν σύγκορμα, σάν τό νερό στήν παγωμένη καταχνιά πού ζώνει τίς Ἑβρίδες!

Πνοή δέν εἶναι ἀνέμου πού κάνει αὐτά τά σύννεφα νά σπαρταροῦν τήν ἀσφυξία τῶν Οὐρανῶν ἀπ’ τό πρωί ὥς τό βράδυ. Καί κάτω, ἐδῶ: βιολέτες πού ἀνοίγουν σχήματα ἄπειρα στό μάτι τοῦ ἀνθρώπου.

Καί κάτω, ἐδῶ: οἱ κρίνοι νά σαλεύουν σπαρακτικά πάνω ἀπό κάποιο ἀνώνυμο θαφτό! Σαλεύουν, γέρνουν: στάζει τό μύρο τῶν πετάλων τους αἰώνιες δροσιές. Γέρνουν, θρηνοῦν: κατρακυλοῦν ἀπ’ τούς λιγνούς τους μίσχους πετράδια δάκρυα ἀειθαλῆ.

Ασάλευτος ο άνεμος…  πάλι με ξόρκια μυστικά θαρρεί πως σκορπίζει  τις μοναξιές των ψυχών…  κι όμως… καμία μοναξιά δεν σκόρπισε…. Μάταιος  κόπος…..

Χαμογελάς τώρα…  εκεί ψηλά… μές στη σιωπή……   

Και τα γλυκά σου μάτια…από τα ουράνια…φυλάνε τα βράδια  τα αρώματα της άνοιξιάτικης νύχτας…

πόσο μα πόσο άδικα έφυγες από κοντά μου… πόση μα πόση αγάπη σου έχω , αχ και να ήξερες… αχ.. εκείνος ο άνεμος της συγγνώμης… άργησε … άργησε πολύ….

Προσευχή  να σε φτάσει… να είσαι καλά.. εκεί ψηλά… κι αν τύχει και με δεις κι εμένα…. Κι αν τύχει και μ΄ ακούσεις…  πίστεψέ  με… είσαι πόνος  μέσα στην ψυχή μου…  

Πόνος κι αγάπη…. στην δική σου θύμηση … θρηνώ σύγκορμη….

Σπαρακτικά κατρακυλώ… σου φωνάζω…

Πόσο μικρή κι ασήμαντη φαντάζει  μια συγγνώμη …. Μπρός στις άπειρες χαμένες αγκαλιές……….

 πετράδια δάκρυα … αειθαλή … 

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Καιρό πολύ τριγύριζα μές σέ μυστήριες ἐρημιές, πού ἄγγελοι μόνο σκοτεινοί στοιχειώνουν καί τό Εἴδωλο – πού λέμε ΝΥΧΤΑ–  ἀπόλυτο στό θρόνο του δεσπόζει, ὥσπου σέ ζόφο ἔσχατο, στῆς Θούλης τή μαρμαρυγή, νά βγῶ· στήν ἄκρα γῆ, πού κεῖται ἐπιβλητική, παράφορα ἀπόκοσμη, ἐκτός Τόπου καί Χρόνου.

Λαγκάδια ἀβυθομέτρητα κι ἀδάμαστα δρολάπια, βάραθρα, σπήλαια καί δρυμοί τιτάνιοι πίσω ἀπ’ τῆς δροσιᾶς τό πέπλο τό ἀπροσπέλαστο· βουνά μέ ἀσύλληπτες κορφές σέ πέλαγα δίχως ἀκτές: πέλαγα ἁρπακτικά, πού ὁρμᾶνε νά σπαράξουν πύρινους οὐρανούς· λίμνες πού ἁπλώνουν ξέπνοες τά ἔρημα νερά τους (μιά φρίκη ἀσάλευτα νερά) σέ χιόνι ἄπραγου κρίνου.

Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς λίμνες, λοιπόν, πού ἁπλώνουν ξέπνοες τά ἔρημα νερά τους (μιά φρίκη ἀσάλευτα νερά) σέ χιόνι ἄπραγου κρίνου, πίσω ἀπό κεῖνα τά βουνά, πέρα ἀπό τό ποτάμι πού τρέχει αἰώνιο ψίθυρο, τούς σκοτεινούς δρυμούς, τό βάλτο πού φωλιάζουνε μυριάδες τά βατράχια κι ἄπειρα τά ἑρπετά· ἐκεῖ ὅπου γοῦρνες καί πηγές λημέρια ἀνίερων νερῶν, μονιές τῶν ζωντανῶν νεκρῶν καί κόχες θλίψεων πνιγηρῶν, θά δεῖ ὁ διαβάτης ἄναυδος κάτι θολές σκιές: τίς Μνῆμες ἀπ’ τό Παρελθόν: μορφές σαβανωμένες, πού τόν κοιτάζουν καί βογκοῦν καί τρέχουν νά κρυφτοῦν: ἀσπροντυμένοι φίλοι ἀχνοί, πού χάθηκαν ἀπό καιρό: βορά τῆς ἀγωνίας σέ γῆ καί Οὐρανό.

Καί εἶναι μιά παρηγοριά στήν πονεμένη τήν καρδιά, στό νυχτωμένο πνεῦμα, κεῖνος ὁ τόπος. Ὦ, μά ναί! Κάτι σάν Ἐλντοράδο! Ὡστόσο, ὅποιος ἔτυχε νά φτάσει μέχρι ἐκεῖ, δέν μπόρεσε… δέν τόλμησε τό βλέμμα νά σηκώσει. Κι ἄν ἀνοιχτά τά μάτια του, ἀνθρώπινα, δειλά· κι ἄν κοίταξε, δέν εἶδε ποτέ τά μυστικά της. Ἔτσι ὁρίζει ὁ Βασιλιάς, πού ἐξουσιάζει τήν κλειστή αὐλαία τῶν βλεφάρων. Γι’ αὐτό ἡ δύστυχη Ψυχή, πού ἔρχεται ὥς ἐδῶ, κρύσταλλα βλέπει σκοτεινά καί πίσω τους σκιές.

Καιρό πολύ τριγύριζα μές σέ μυστήριες ἐρημιές, πού ἄγγελοι μόνο σκοτεινοί στοιχειώνουν, καί τό Εἴδωλο – πού λέμε ΝΥΧΤΑ–  ἀπόλυτο στό θρόνο του δεσπόζει, ὥσπου σέ ζόφο ἔσχατο, στῆς Θούλης τή μαρμαρυγή, νά βρῶ καταφυγή.

 

ΙΣΡΑΦΕΛ

Πάνω, ψηλά, στόν Οὐρανό, φωλιάζει ἕνα πνεῦμα, «πού ἔχει κιθάρα τήν καρδιά». Κανείς, λοιπόν – καταπῶς λέν τά παραμύθια–  δέν μπορεῖ τόν ἄγγελο Ἰσράφελ στή γλύκα τήν παράφορη τῶν τραγουδιῶν νά παραβγεῖ. Ὥς καί τ’ ἀστέρια σταματοῦν τούς ὕμνους τους καί στέκουνε βουβά ν’ ἀφουγκραστοῦν τά μάγια τῆς φωνῆς του.

Τρέμει μεσούρανα φεγγάρι ἐρωτευμένο τή ρόδινή του συστολή, καί – γιά ν’ ἀκούσει–  ὁ πορφυρός φωστήρας τῶν ὑψῶν μαζεύεται· μαζεύονται οἱ ἑπτά γοργές Πλειάδες.

Καί λέει (τῶν ἄστρων ὁ χορός κι ὅ,τι ἄλλο ἀκούει ζωντανό) πώς ἡ φωτιά τοῦ Ἰσράφελ εἶναι ἀπ’ τή λύρα πού κρατάει καί παίζει ὅταν τραγουδάει: ἀπ’ τή ζωή πού πάλλουν κεῖνες οἱ ἀπίστευτες χορδές.

Καί τά οὐράνια πού πατᾶ ὁ ἄγγελος – ἐκεῖ, πού εἶναι χρέος ἱερό ὁ στοχασμός κι ὁ ἔρωτας καθίσταται Θεός–  τά οὐράνια, ὅπου λαμποκοπᾶ τό Οὐρί ἐκεῖνο, ντύνονται ὅλη τήν ὀμορφιά, πού ἐμεῖς ἐδῶ λατρεύουμε σάν ἄστρου ἀναλαμπή.

Σωστά, λοιπόν, περιφρονεῖς, Ἰσράφελ, τά ἀνήσυχα τραγούδια. Γιά σένα οἱ δάφνες ἔγιναν, καλέ τραγουδιστή· γιά σένα, τό σοφό! Νά ‘σαι καλά! Πάντα νά ζεῖς καί πάντα νά εὐτυχεῖς!

Οἱ ἄνω ἐκστάσεις συνιστοῦν τούς φλογερούς ρυθμούς σου· ἡ θλίψη σου ὅλη κι ἡ χαρά, ἡ ἀγάπη καί τό μίσος, τή θέρμη τῆς κιθάρας σου ἀνάβουν· γύρω τ’ ἄστρα ὅλα βουβά ἀπομένουνε!

Ναί, σοῦ ἀνήκουν οἱ Οὐρανοί. Ἐμεῖς ἐδῶ: πίκρες, χαρές, λουλούδια – ἔτσι ἁπλά–  καί τή σκιά τῆς ἄμωμης εὐδίας σου, σάν ἥλιος νά ζεσταίνει.

Ὡστόσο, ἄν φώλιαζα ἐγώ ἐκεῖ ψηλά, ἄν ἤμουν ἐγώ ὁ Ἰσράφελ, σίγουρα δέν θά μποροῦσε ἐκεῖνος τό πάθος τό θνητό τοῦ τραγουδιοῦ νά παραβγεῖ, πού θά ξεσποῦσε ἀπ’ τήν ὀργή τῆς λύρας μου στούς Οὐρανούς.

 

ΕΛΕΟΝΟΡΑ

Ἔσπασε – Ἄχ!–  τό κύπελλο· κι ἦταν χρυσό: φτερούγισε καί χάθηκε τό πνεῦμα. Σημάνετε καμπάνες! Ψυχή ἀθώα τώρα περνᾶ τά ὕδατα τῆς Στυγός. Μά δέν δακρύζεις Γκύ ντέ Βέρ; Θρήνησε! Tώρα! Αὔριο πιά… Γιά δές ἐκεῖ! Σέ τρομερή ἀμετάκλητη θανάτου κλίνη κεῖται ἡ Ἐλεονόρα ἀγάπη σου. Ἐμπρός, λοιπόν! Ἄς διαβαστεῖ ἀκολουθία νεκρώσιμη, νεκρώσιμος ψαλμός ἄς ἀκουστεῖ: ὕμνος στό μεγαλεῖο της – πού τόσο νέα κι ὅμως νεκρή–  θρῆνος στή δυό φορές νεκρή: ἀφοῦ καί νέα καί νεκρή!

«Καθάρματα! Ἄξιζε πολλά· τήν ἀγαπήσατε λοιπόν. Μά ἦταν ψηλά, πολύ ψηλά· καί τή μισήσατε γι’ αὐτό. Κι ὅταν ἀρρώστησε βαθιά, τή μακαρίσατε νεκρή! Πῶς νά διαβάσει τώρα ἀκολουθία νεκρώσιμη τό μάτι τό κακό; Καί πῶς θρῆνο ἐπιτάφιο νά ψάλει ἡ γλώσσα ἡ μοχθηρή; Πῶς, ἀφοῦ ἤδη μόχθησαν τό θάνατο ἀθώας; Κι ἐκείνη… Ὦ, νέα καί νεκρή!»

«Ἔλεος! Μήν παραφέρεσαι! Μιά προσευχή ἀρκεῖ μπρός στόν Θεό νά παραστεῖ καί νά ζητήσει ἐπίσημα ν’ ἀναπαυθεῖ ἡ νεκρή. Πρᾶξε το! Ἐξάλλου, ἡ γλυκιά Ἐλεονόρα ἦταν νεκρή ἀπό καιρό· μαζί της κι ἡ Ἐλπίδα. Κι ἐσύ ἐδῶ πνιγόσουνα μιά παιδική ἀγάπη πού δέν εὐτύχησες ποτέ: τήν τόσο αἰθέρια ὀμορφιά, πού γέρνει τώρα ταπεινά μέ ζωντανά ξανθά μαλλιά (σβησμένο ὡστόσο βλέμμα)· μέ ζωντανά ξανθά μαλλιά καί θάνατο στό βλέμμα».

«Φύγετε! Φύγετε! Μακριά! Ἀπό τούς χάμω δαίμονες παλεύει νά ξεφύγει ὁ ἀπελπισμένος ἴσκιος της. Κάπου ψηλά στόν Οὐρανό καταφυγή θά βρεῖ. Τούς θρήνους καί τούς ὀδυρμούς, σέ θρόνο – πλάι στόν Κύριο–  χρυσό θά λησμονήσει! Ὄχι, λοιπόν, παραμικρή καμπάνα μή χτυπήσει! Ἦχος ἀπό τήν ἄθλια Γῆ τή θεία γαλήνη τῆς ψυχῆς δέν πρέπει νά ξαφνίσει! Κι ἐγώ… Ἐγώ… Ἀπόψε, φωτίζει μέσα μου ἡ καρδιά. Ὄχι! Δέν θά θρηνήσει! Ὄχι! Μ’ αὐτό τόν ἄγγελο θά φτερουγίσει στά ψηλά κι ἕνα τραγούδι ἀπ’ τά παλιά θά παιανίσει!»

 

ΕΥΛΑΛΙΑ

Ζοῦσα μόνος σ’ ἕναν κόσμο βυθισμένο στήν ὀδύνη καί πνιγόταν ἡ ψυχή μου, ὥσπου ἡ ὄμορφη Εὐλαλία, ὥσπου ἡ λεπτή Εὐλαλία, ἔγινε σεμνή μου ἀγάπη· ὥσπου ἡ ξανθή Εὐλαλία, ὥσπου ἡ νέα Εὐλαλία, μοῦ χαμογέλασε ἀγάπη.

Ἄ! Τῆς νύχτας κανέν’ ἄστρο δέν φωτίζει μέ τή λάμψη τῶν ματιῶν τῆς Εὐλαλίας· καί δροσιά – ὅταν ξυπνάει ὅλο πορφύρα καί σεντέφι μές στό χάραμα–  καμιά τίς ἀπέριττες πλεξοῦδες τῆς σεμνῆς μου Εὐλαλίας δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ· μέ τίς ταπεινές πλεξοῦδες – καί τό βλέμμα! Ὦ, τί βλέμμα!–  τῆς ἁπλῆς μου Εὐλαλίας δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ.

Τώρα, ἀμφιβολία κι ὀδύνη πᾶνε πιά· γιατί ἡ ψυχή της κάθε κίνημα σαλεύει τῆς ψυχῆς μου, κι ὅλη μέρα λάμπει ἀπάνω ἡ Ἀστάρτη – φῶς μέ δύναμη φωτός–  καί τό μητρικό της βλέμμα στήν ἀγάπη μου Εὐλαλία στρέφει πάντα· πάντα στρέφει τό μενεξεδένιο βλέμμα πρός τή νέα μου Εὐλαλία.

 

ΣΕ ΚΑΠΟΙΑΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ

Ἤσουν γιά μένα ὅλοι οἱ πνιγμοί πού πόθησα ἀγάπη: ἕνα νησί κατάφυτο στό πέλαγο, ἀγάπη, μέ μιά πηγή κι ἕνα ναό καί γύρω ἄνθη ὄμορφα, καρποί· κι ὅλα δικά μου.

Ἄχ, παραήσουν φωτεινό ὄνειρο τελικά! Ἄχ, ἔναστρη ἐλπίδα, πού ἀνέτειλες γιά νά χαρεῖς μόνο τή συννεφιά σου! Ἀπ’ ὅπου Μέλλον ἔρχεται «Ἐμπρός!» ἀλαλαγμός. Κατ’ ὅπου ὅμως Παρελθόν (Τί σκοτεινή φωλιά!) τό πνεῦμα μου διστάζει· τό πνεῦμα μου ἀσάλευτο, μετέωρο, βουβό!

Γιατί, γιά μένα – Συμφορά!–  δέν φέγγει πιά ζωή! Ποτέ, ποτέ (μέ τή στυγνή γλώσσα πού λέει τό κύμα στήν ἄμμο νά ‘ναι ἀκτή) δέν θά βλαστήσει πιά τό δέντρο πού κατάντησε κούτσουρο ὁ κεραυνός, δέν θά δεσπόσει ὁ ἀετός πού ἔχασε τά φτερά του!

Οἱ μέρες μου παραίσθηση κι οἱ νύχτες μου ὄνειρο, κι ἐσύ… σάν μαυροφτέρουγο πουλί τό βλέμμα σου περνάει. Σάν λάμψη ἀνεπαίσθητη τό πόδι σου πατάει. Τριγύρω, αἰθέριοι χοροί. Στή μέση, αἰώνια πηγή.

 

ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

Εἶναι γιά μένα ἡ ὀμορφιά σου, Ἑλένη, ἕνα καράβι ἀπό τή Νύσα τήν παλιά, χαμένη στούς αἰῶνες. Καί λάμνει ἀργά καί τρυφερά στά μυρωμένα τά νερά καί φέρνει ἀποσταμένο τόν ταξιδιώτη πού ἔγειρε τό μόχθο τῶν κυμάτων στή μητρική ἀκτή.

Πάλεψα κι ἀπελπίστηκα πέλαγα ἀγριεμένα, ὥσπου οἱ καλοί σου βόστρυχοι, ἡ κλασική μορφή σου, ἡ Ναϊάδα αὔρα σου νά μέ γυρίσουν πίσω, στό θάμβος τό ἑλληνικό, στή ρώμη τῶν Ρωμαίων.

Μά, ναί! Γιά δές! Ἀνοίγει ἐκεῖ ἕνα παράθυρο ὅλο φῶς κι ἐσύ σάν ἄγαλμα κρατᾶς ἕνα λυχνάρι ἀχάτη. Ψυχή! Ὦ, Ψυχή, ἀπ’ ὅπου γῆ εὐλογημένη, εἶσαι ἐκεῖ!

 

 

ΝΥΦΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ἔχω στό χέρι μου τό δαχτυλίδι κι ἔχω στό μέτωπο στεφάνι. Μετάξια καί διαμαντικά εἶναι στίς προσταγές μου. Καί εἶμαι εὐτυχισμένη.

Κι ὁ ἄρχοντάς μου μέ ἀγαπᾶ πολύ· μά ὅταν φύσηξε τοῦ ὅρκου του ἡ αὔρα, τό στῆθος μου τρικύμισε, γιατί τά λόγια του ἤχησαν σάν πένθιμη καμπάνα, καί ἡ φωνή του ἦταν φωνή πολεμιστῆ, πού ἔπεσε μαχόμενος σέ κάμπο, καί εἶναι εὐτυχισμένος.

Ὡστόσο ἐπανέλαβε τόν ὅρκο του καί φίλησε τό κάτωχρό μου μέτωπο, καί τότε ἦρθε κάτι σάν ὄνειρο, μέ τύλιξε καί σάν νά βρέθηκα ἔξω, στό κοιμητήρι. Τόν κοίταζα, ἦταν αὐτός! Κι ὅμως ἐγώ σκεπτόμουν ἕναν νεκρό ἀπαράλλακτο· νεκρό καί Ντ’ Ἐλορμή. Καί εἶπα, κι ἀναστέναξα: «Εἶμαι εὐτυχισμένη!».

Ἔτσι εἶπα κι ἔτσι ἔδωσα τόν ὅρκο μου κι ἐγώ. Κι ἄν ράγισε ἡ πίστη μου, κι ἄν ράγισε ἡ καρδιά μου, κοίταξα τό γαμήλιο χρυσάφι πού ἀποδείκνυε πώς εἶμαι εὐτυχισμένη!

Δῶσε, Θεέ μου, ἀπ’ τ’ ὄνειρο ἐτοῦτο νά ξυπνήσω! Τί ὀνειρεύομαι καί πῶς δέν ξέρω! Μόνο τρέμει, πονάει μέσα μου ἡ ψυχή, μή σέρνεται κάτι κακό, μήν ὁ νεκρός πού ἄφησα δέν εἶναι εὐτυχισμένος.

ΟΥΛΑΛΟΥΜ

Συννεφιασμένος ὁ οὐρανός, βαθιά συλλογισμένος· τά φύλλα θράκα πού ἔσβησε· θράκα βουβή τά φύλλα. Νύχτα, ἐρημιά τοῦ Ὀκτώβρη. Χρονιά; Χρονιά χαμένη βαθιά στή μνήμη· ἐρημικά. Κάπου κοντά στή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ, μεσογῆς τῶν ὁμιχλῶν τοῦ Βάιρ. Κάπου ἐκεῖ πέρα στό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ καί στοῦ Βάιρ τά στοιχειωμένα δάση.

Ἐκεῖ, πήγαινα κάποτε, μαζί μέ τήν ψυχή μου, σέ δρόμο πού τόν ἔζωναν τιτάνια κυπαρίσσια –  κυπαρίσσια εἶχε ὁ δρόμος κι ἡ Ψυχή ἦταν μαζί μου· ἡ ψυχή μου. Κι ἦταν οἱ μέρες πού ἔνιωθα ἡφαίστειο τήν καρδιά μου: ποτάμια μέταλλο πυρρό, λάβα πού ὀργώνει ἀκάματη μέ ὀργισμένο θειάφι τοῦ Γιάνεκ τίς πλαγιές, στήν ἄκρα γῆ τοῦ πόλου· κι ὅλο βρυχᾶται καί κυλάει ἀπό τοῦ Γιάνεκ τήν κορφή στίς ἁπλωσιές τοῦ βόρειου πόλου.

Πηγαίναμε, μιλούσαμε σιγά, συλλογιστά. Μά, οἱ σκέψεις: θράκα πού ἀργοκαίει· ὕπουλη θράκα οἱ σκέψεις, γιατί σάν νά μήν ξέραμε πώς ἤτανε Ὀκτώβρης καί νύχτα (Ὦ, νύχτα μοναχή ἀνάμεσα στίς νύχτες!). Γιατί σάν νά μήν νιώθαμε τή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ (κι ἄς βρεθήκαμε ἐκεῖ τόσες φορές). Γιατί σάν νά ξεχάσαμε τό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ. Ναί· σάν νά λησμονήσαμε τά στοιχειωμένα δάση.

Μά ἡ νύχτα εἶχε γεράσει πιά κι οἱ ἀστρολάβοι ἔδειχναν αὐγή· οἱ ἀστρολάβοι ὅλοι ὑπονοοῦσαν χάραμα. Καί τότε, ἐκεῖ στήν ἄκρη τοῦ δρόμου πρόβαλε ὅλο φῶς μιά πάχνη, κι ἀπό μέσα της ὑψώθηκε ἡμισέληνος: τό θαυμαστό, τό δίκοπο στολίδι τῆς Ἀστάρτης. Καί εἶπα: «Εἶναι πιό στοργική ἀπό τήν Ἄρτεμη αὐτή. Στόν οὐρανό τῶν στεναγμῶν γυρίζει καί τή γῆ τῶν στεναγμῶν φωτίζει.

Εἶδε πώς δέν στεγνώνουνε στά μάγουλα ἐτοῦτα ἐδῶ τά δάκρυα πού τρέφουνε τό ζωντανό σκουλήκι, καί ἄφησε τόν Λέοντα καί ἦρθε νά μᾶς δείξει τό δρόμο γιά τή γαληνή Λήθη τῶν οὐρανῶν. Στό πεῖσμα ἦρθε τοῦ Λέοντα, τό βλέμμα της ἀπάνω μας νά λάμψει. Τήν ἄγρια ξέφυγε φωλιά τοῦ Λέοντα, τά ἐρωτικά τά μάτια της ἀπάνω μας ν’ ἀστράψει».

Μοῦ ἔδειξε, ὡστόσο, ἡ Ψυχή τό δάχτυλο καί εἶπε: «Λυπᾶμαι, μά δέν γίνεται νά τό ἐμπιστευτῶ αὐτό τό ἀστέρι τό ἀχνό. Τόσο ἀχνό! Δέν γίνεται! Βιάσου, λοιπόν! Γιατί ἀργεῖς; Τρέξε, λοιπόν! Τρέχω κι ἐγώ! Πέτα! Πετῶ!» Τρόμου κραυγή τά λόγια της κι ἄφησε τά φτερά της νά βυθιστοῦν. Καί βύθισαν καί σύρθηκαν στή σκόνη. Πνιγμοῦ λυγμός τά λόγια της κι ἄφησε τά φτερά της νά βυθιστοῦν. Καί σύρθηκαν – ἄθλια φτερά–  στή σκόνη.

Ἀπάντησα: «Ἕνα ὄνειρο εἶναι τό φῶς αὐτό πού τρεμοπαίζει. Μόνο αὐτό! Στό κρύσταλλο τῆς λάμψης του ἄς πᾶμε νά λουστοῦμε! Ἐλπίδα, ἀπόψε, κι Ὀμορφιά λαμποκοποῦν σιβυλλικά οἱ ἀκτίνες του. Μά, κοίτα! Τρέμει καί πάει: μαρμαρυγή στόν οὐρανό τῆς νύχτας. Τί λάμψη! Πρέπει, ἀσφαλῶς, νά τήν ἐμπιστευτοῦμε! Τί θάμπος! Πρέπει, ἀσφαλῶς, τό δρόμο νά γνωρίζει, ἀφοῦ ὅπου πάει: μαρμαρυγή στόν οὐρανό τῆς νύχτας».

Κι ἡσύχασα ἔτσι τήν ψυχή. Τή φίλησα, τήν ἔβγαλα στό φῶς ἀπό τή θλίψη. Κατέκτησα ἔτσι τήν ψυχή. Κυρίευσα τούς δισταγμούς καί τή βαθιά της θλίψη. Καί φύγαμε ὅπου βλέπαμε καί φτάσαμε στή θύρα ἑνός τάφου. Καί κάτι ἔγραφε ἐκεῖ, πάνω στή θύρα, καί εἶπα: «Τί γράφει ἐκεῖ, γλυκιά ἀδελφή;» Κι ἐκείνη: «Οὐλαλούμ! Εἶναι τό μνῆμα τῆς χαμένης σου Οὐλαλούμ!»

Θράκα ἡ καρδιά μου πού ἔσβησε· θράκα βουβή ἡ καρδιά μου, ὅπως τά φύλλα γύρω μου, τά φύλλα: θράκα πού ἔσβησε· θράκα βουβή τά φύλλα. Καί φώναξα: «Ἦταν Ὀκτώβρης κι ἡ χρονιά: ἡ τελευταία πού πῆγα ἐκεῖ, ἡ τελευταία πού πῆγα ἐκεῖ μέ τό φρικτό μου βάρος, μιά νύχτα – νύχτα μοναχή ἀνάμεσα στίς νύχτες–  σπρωγμένος… Ἄ! ποιός δαίμονας μ’ ἔφερε μέχρι ἐκεῖ; Ναί· τώρα ξέρω: ἦταν ἐκεῖ στή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ, ἦταν μεσογῆς τῶν ὁμιχλῶν τοῦ Βάιρ. Ναί· τώρα ξέρω: ἦταν ἐκεῖ στό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ κι ἦταν στοῦ Βάιρ τά σκοτεινά, τά στοιχειωμένα δάση».

 

ΟΝΕΙΡΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ

Δέξου, λοιπόν, ἕνα φιλί καί μιά παραδοχή, τώρα – ἰδίως–  πού φεύγω. Δέν εἶχες λάθος: ὄνειρο ἤτανε ἡ ζωή μου. Ἔχει, ὡστόσο, σημασία ἄν ἦταν μέρα ἤ νύχτα, ψευδαίσθηση ἤ ὄχι, ἡ πτώση τῶν ἐλπίδων μου; Ὄνειρο μέσα σέ ὄνειρο εἶναι ὅ,τι ζοῦμε. Αὐτό!

Στέκομαι· ἀκούω κύματα νά ὠρύονται τό μαρτύριο κάποιας ἀκτῆς· κοιτάζω τό χέρι μου: κρατάω μιά φούχτα ἄμμο χρυσή… Ἀσήμαντο ἀπόκτημα! Καί πῶς γλιστράει ἀνάμεσα στά δάχτυλα, πῶς χάνεται· βουλιάζει κι ἐγώ θρηνῶ· θρηνῶ, βουλιάζει! Θεέ μου, ἄν ἔσφιγγα γερά τό χέρι, θά τήν ἔσωζα; Θά τήν κρατοῦσα μακριά ἀπ’ τ’ ἀνελέητο κύμα; Ὄνειρο μέσα σέ ὄνειρο εἶναι ὅ,τι ζοῦμε; Αὐτό;

 

ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

I

Ἄκου τά ἕλκηθρα! Ἔχουν καμπάνες. Μικρές, ἀσημένιες καμπάνες! Καί χτυποῦν λυγερά καί χτυποῦν τρυφερά, καί χτυποῦν μουσικά, κι ἕναν κόσμο χαρᾶς ἀναγγέλλουν μές στήν ψύχρα τῆς νύχτας! Κι εἶναι πάνω τά οὐράνια σπαρμένα μέ ἀστέρια· συχνοφέγγουν τ’ ἀστέρια μέ κρυστάλλινη ὁρμή. Καί κρατοῦν τό ρυθμό, τόν ἀρχαῖο ρυθμό, τόν μυστήριο ρυθμό, στίς καμπάνες· στίς μικρές, ἀσημένιες καμπάνες, πού χτυποῦν λυγερά καί χτυποῦν τρυφερά, καί χτυποῦν μουσικά.

II

Ἄκου! Γίνεται γάμος! Χτυποῦν οἱ καμπάνες! Χρυσές, ὅλο γλύκα οἱ καμπάνες! Κι εὐτυχία ἀναγγέλλουν μές στά μύρα τῆς νύχτας! Καί χτυποῦν φλογερά καί σκορπᾶ γλυκασμούς ἡ χρυσή μουσική τους. Κελαρύζει τραγούδι λιανό, τραγουδάκι ἁπαλό, στό φεγγάρι ἡ ζηλιάρα τρυγόνα! Καί ποτάμι χυμᾶ ἡ ἁρμονία παντοῦ, πλημμυρίζει τά πάντα· τό μέλλον προπάντων! Κι ὅλο λέει μέ μανία τό πάθος πού κάνει τίς καμπάνες νά ἠχοῦν, νά κρατοῦν τόν ρυθμό στίς καμπάνες πού ἠχοῦν φλογερά καί σκορπᾶ γλυκασμούς ἡ χρυσή μουσική τους!

III

Ἄκου! Κάτι συμβαίνει! Χτυποῦν οἱ καμπάνες! Βραχνιασμένος χαλκός τοῦ κινδύνου οἱ καμπάνες! Κι ἕναν τρόμο ἀλαφιάζουν στῆς νύχτας τό αὐτί! Καί κραυγάζουν τή φρίκη τους· ἄλαλη φρίκη κι ὡστόσο κραυγάζουν, κραυγάζουν ἀλύπητα, δίχως ρυθμό, ἱκετεύουν – μά, ὄχι… ἀπαιτοῦν!–  νά σταθεῖ σπλαχνική ἡ φωτιά, ἡ κουφή, λυσσασμένη φωτιά, πού φουντώνει ἀνένδοτη, ὑψώνει ἐναγώνιο πόθο νά φτάσει ψηλά, νά σταθεῖ πλάι στ’ ὠχρό τό φεγγάρι. Ἄ, οἱ Καμπάνες! Ἡ φρίκη τους λέει… Μά, δέν λέει… Ἀπελπίζει! Πῶς χτυποῦν καί βομβοῦν καί δονοῦν καί σηκώνουν τρελό καρδιοχτύπι στά στήθη τοῦ ἀνέμου! Σάν τρελές οἱ καμπάνες συντρίβουν καμπάνες καί τό νιώθει τό αὐτί πώς ὁ κίνδυνος ἔρχεται, φτάνει! Καί τό νιώθει τό αὐτί καθαρά, μές στή μάχη πού δίνει ἡ ὀργή τοῦ μετάλλου, πώς ὁ κίνδυνος ἔφτασε κύμα θεριό καί ζητᾶ νά ποντίσει τά πάντα ἕνα γύρο στίς ἄγριες καμπάνες, πού ζητοῦν μέ ὀργή νά ποντίσουν τή φρίκη πού ἀλαφιάζουν στῆς νύχτας τό αὐτί οἱ καμπάνες!

IV

Ἄκου! Πενθοῦν οἱ καμπάνες! Σιδερένιες καμπάνες! Ἕναν ἔρημο κόσμο ἀντιτάσσουν στή σιωπή πού ἰσχυρίζεται ἡ νύχτα! Ἀπειλοῦν οἱ καμπάνες μέ τόν τρόπο πού φέρνει ρίγη φόβου ἡ θλίψη ἡ βαθιά. Γιατί κάθε τους χτύπος εἶναι ὀδύνη πού ἦταν σκουριά στεναγμός πρίν νά γίνει. Καί οἱ ἄνθρωποι – αὐτοί, πάντ’ αὐτοί!–  πού φωλιάζουν μονάχοι ἐκεῖ πάνω καί πνίγουν στό βυθό τῶν μονότονων ἤχων καμπάνες, λογαριάζουν γιά δόξα μεγάλη νά κυλοῦν στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων μιά πέτρα, μά δέν ἔχουνε φύλλο, δέν εἶναι οὔτε ζῶα οὔτε ἄνθρωποι· εἶναι… βρικόλακες εἶναι κι ὁ ἀφέντης τους δέρνει – αὐτός!–  τίς καμπάνες. Παιανίζει ἐκεῖ πάνω. Τή χαρά πού φουσκώνει στά στήθη του δείχνει! Καί χορεύει, οὐρλιάζει, κρατᾶ τόν ἀρχαῖο, μυστήριο ρυθμό στόν πνιγμό πού χτυποῦν οἱ καμπάνες, στόν λυγμό πού χτυποῦν οἱ καμπάνες. Κι ἀναγγέλλει, ἀναγγέλλει, ἀναγγέλλει θανάτου χορό στόν ἀρχαῖο ρυθμό, στόν μυστήριο ρυθμό πού θρηνοῦν καί πονοῦν καί βογκοῦν οἱ καμπάνες.

 

ΜΟΝΑΧΟΣ

Δέν ἤμουν σάν τούς ἄλλους ἐγώ ἀπό παιδί. Δέν ἔβλεπα ὅπως αὐτοί, δέν ἔβγαζα τά πάθη μου ἀπό κοινή πηγή. Ἡ θλίψη μου δέν ἔσταζε ἀπό τήν ἴδια βρύση. Τά ἴδια τραγούδια δέν ξυπνοῦσαν στήν καρδιά μου τή χαρά. Κι ὅ,τι ἀγαποῦσα, τό ἀγαποῦσα ἐρημικά. Τότε, λοιπόν, πού ἤμουν παιδί – καί χάραζε ἡ συννεφιά πού ἔγινε ζωή μου–  ὅ,τι καλό κι ὅ,τι κακό γιά μένα εἶχε βυθό, ἕναν βυθό μυστήριο πού ἀκόμα μέ τυφλώνει. Ὁ χείμαρρος καί ἡ πηγή, ὁ ἥλιος πού μέ τύλιγε χρυσάφι φθινοπωρινό, τό ἀστροπελέκι πού ἅπλωνε πάνω μου ὁλόφωτα φτερά, ἡ μπόρα, ἡ βροντή, τό σύννεφο, ἔπαιρναν μορφή (κι ἄς ἦταν καταγάλανοι γύρω μου οἱ οὐρανοί) δαίμονα μές στό βλέμμα του· ἀπ’ τόν καιρό πού ἤμουν παιδί.

 

ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Μεσάνυχτα, Ἰούνιος, φεγγάρι μαγικό. Στέκω, κοιτάζω: ἄχνα ὀπίου, ὑγρή καί σκοτεινή, τοῦ δίσκου της ἀσθμαίνει τό χρυσάφι. Καί στάζει ἀργά, στάζει ἁπαλά, πάνω στίς ράχες τῶν βουνῶν καί νυσταγμένη σέρνεται· σάν μελωδία, στοῦ σύμπαντος τρυπώνει τό λαγκάδι.

Γέρνει τό δενδρολίβανο πάνω ἀπ’ τό μνῆμα· γέρνει, σαλεύει πάνω ἀπ’ τήν πηγή τό κρίνο, κι ἕνα χάλασμα τυλίγεται τήν καταχνιά, ζαρώνει νά ρημάξει.

Ὅλα θυμίζουν λησμονιά τριγύρω! Δές! Ἡ λίμνη μοιάζει σέ λήθαργο βαθύ νά πέφτει. Ἐτοῦτα τά νερά δέν πρόκειται ποτέ τους νά ξυπνήσουν. Γιατί κοιμᾶται ἡ Ὀμορφιά ἐκεῖ πού – Δυστυχία!–  (παραθυρόφυλλα ἀνοιχτά στούς οὐρανούς) ἡ Εἰρήνη κοιμᾶται μέ τίς Μοῖρες της.

Κυρά καλή, ἄστρο λαμπρό! Ἕνα παράθυρο ἀνοιχτό μέσα στή νύχτα! Εἶναι σωστό; Ἄνεμοι κλέφτες ἀπ’ τῶν δέντρων τίς κορφές τρυπώνουν στό καφασωτό· δέν ἔχουν σῶμα οἱ ἄνεμοι· δαίμονες εἶναι, σύναξη δαιμόνων καί πετοῦν στήν κάμαρα, σαλεύουν στήν κουρτίνα τοῦ κρεβατιοῦ, τρομακτικά, αἰφνίδια σαλεύουν, πάνω ἀπό βλέφαρα κλειστά, κλεισμένα ὥσμε τά τσίνορα, μή δείξουν τήν ψυχή σου, πού κρύφτηκε νά κοιμηθεῖ βαθιά· σκιές γοργά πετάγονται, σαρώνουν τό πάτωμα τούς τοίχους. Φαντάσματα εἶναι οἱ σκιές. Χάνονται ὅπως ἦρθαν!

Κυρά καλή, κυρά γλυκιά, γιά πές μου δέν φοβᾶσαι; Τί καί γιατί ὀνειρεύεσαι; Πέρα ἀπ’ τήν πέρα θάλασσα σίγουρα ἦρθες: ὅραμα τά δέντρα αὐτοῦ τοῦ κήπου νά στολίσεις! Καί τί παράξενα χλομή πού εἶσαι! Τί παράξενο πού εἶναι τό φόρεμά σου! Παράξενα ὅλα! Ὅμως αὐτά τά μακριά μαλλιά σου! Κι αὐτή ἡ σιωπή σου! Τί ἐρημιά πού ζώνει τή σιωπή σου!

Κοιμᾶται! Ἄς εἶναι ὁ ὕπνος της ὅσο μακρύς, βαθύς! Ἄς εὐλογοῦν οἱ οὐρανοί τόν ὕπνο της, ἄς ἁγιαστεῖ ἐτούτη ἡ κάμαρα ἄλλη μιά, κι ἄς μείνει μελαγχολικό ἐτοῦτο τό κρεβάτι. Ἄς μή σαλέψει βλέφαρο ποτέ ὅσο περνᾶ ἀπάνω της τό ζοφερό σάβανο τῶν σκιῶν.

Κοιμᾶται ἡ ἀγάπη μου! Βαθιά ἄς κοιμηθεῖ! Ἄς εἶναι εὐγενικό μαζί της τό σκουλήκι! Βαθιά σέ δάσος σκιερό, ἀρχαῖος προβάλλει τύμβος. Τύμβος πού τίναξε συχνά τό πέτρινό του φτέρωμα, κι ἄνοιξε ράμφος σκοτεινό, θριαμβικό, τό νεκρικό βελοῦδο τῶν δικῶν της νά δεχθεῖ.

Ναί, κάποιο μνῆμα ἐρημικό, πλάκα μοναχική, πού ἔριξε πέτρες τρυφερές μικρή πολλές φορές. Πολλές φορές, μά τώρα πιά δέν πρόκειται ν’ ἀκούσει ἀντίλαλο βαθύ, ἀντίλαλο πού ἡ ἔνοχη ψυχή τοῦ ἀθώου παιδιοῦ νόμιζε: ἦταν ὁ νεκρός καί πώς μέ βρυχηθμούς – φτωχό παιδί!–  τῆς ἀπαντοῦσε!

 

ΣΚΟΥΛΗΚΙ Ο ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ

Γιά δές πρεμιέρα, γεγονός σπουδαῖο στήν ἐρημιά τῶν ἡμερῶν μας! Συρρέουν οἱ ἄγγελοι: περοῦκες, χρυσαφικά, ἐπίσημα ἐνδύματα… Συρρέουν δακρύβρεκτοι καί κάθονται νά παρακολουθήσουν κάποια παράσταση προσδοκιῶν καί φόβων, καθώς ἡ ὀρχήστρα ἀσθμαίνει τή μουσική τῶν οὐρανίων σφαιρῶν.

Μίμοι – ὑπερούσιοι θεοί μασκαρεμένοι–  γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν λόγια ἀκατάληπτα, πετᾶνε ἀκατάσχετα… Ἀνδρείκελα εἶναι· σπαστικά ὑπακούουν στίς ἐντολές κάποιων πλασμάτων ἄμορφων, τεράστιων, πού σέρνουν πότε ἀποδῶ, πότε ἀποκεῖ τά σκηνικά, χτυπώντας τίς ἀθέατες γιγάντιες φτεροῦγες τους – οὐαί!–  τρομαχτικά.

Θά μείνει ἀξέχαστο – ἀσφαλῶς–  τό πλούσιο ἐτοῦτο δράμα, τό κλασικό του Φάντασμα νά τρέχει νά ξεφύγει ἀπό τό πλῆθος, πού ὅλο τό φτάνει καί δέν τό πιάνει, κι ὅλο γυρίζει στό ἴδιο σημεῖο, κι ὅλα βουλιάζουν μέσα στήν Τρέλα, μέσα στό Αἶσχος, μέσα στόν Τρόμο.

Μά, τί ‘ναι αὐτό; Μές στήν ἀνία τῆς κωμικῆς παράστασης, κάτι σαλεύει κι ἔρχεται, κάτι σφαδάζει κι ἔρχεται, σάν ματωμένο, κάτι εἰσβάλλει στήν ἐρμιά τοῦ σκηνικοῦ! Χτυπιέται – ναί!–  καί σπαρταράει κι οἱ μίμοι οὐρλιάζουνε φρικτά καί τούς κατασπαράζει. Φρίττουν οἱ ἄγγελοι, βλέποντας τά πορφυρά σαγόνια του μέ ἀνθρώπινα κουρέλια στολισμένα.

Σβήνουν τά φῶτα. Κεραυνός πού ξέσπασε ἀπρόσμενα πέφτει ἡ αὐλαία, τυλίγοντας σάν σάβανο τά πλάσματα πού σπαρταροῦν τό τέλος τους, κι οἱ ἄγγελοι, οἱ κάτωχροι, οἱ ξέπνοοι οἱ ἄγγελοι σηκώνονται καί λένε: «Ἔ, ναί, λοιπόν, αὐτή εἶναι πραγματικά ἡ τραγωδία ‛‛Ἄνθρωπος’’, κι αὐτός ἀληθινά ὁ πρωταγωνιστής της: Σκουλήκι ὁ Κατακτητής».

 

 

ΑΝΑΜΠΕΛΛΗ

Κάποτε, πολύ παλιά, σ’ ἕνα βασίλειο, σέ μιάν ἀκτή ζοῦσε κάποια παρθένα. Θά τή γνωρίζετε, ἀσφαλῶς. Ἦταν ἡ Ἄναμπελ Λῆ. Κι αὐτή ἡ παρθένα ἤθελε νά μέ λατρεύει νά τή λατρεύω μοναχά. Ἤμουν παιδί κι ἦταν παιδί σ’ ἐκεῖνο τό βασίλειο, σ’ ἐκείνη τήν ἀκτή. Κι ἦταν ἡ ἀγάπη μας, ἀγάπη πού δέν ξανάγινε στή γῆ. Ἐγώ κι ἡ Ἄναμπελ Λῆ, ἡ Ἄναμπελ Λῆ κι ἐγώ… Φτερούγιζαν στόν οὐρανό τά Σεραφείμ καί ζήλευαν τέτοιαν ἀγάπη ἀγγελική.

Κι ἴσως γι’ αὐτό – βέβαια, γι’ αὐτό!–  κάποτε, πολύ παλιά, σ’ ἐκεῖνο τό βασίλειο, σ’ ἐκείνην τήν ἀκτή, σύννεφο ἦρθε σκοτεινό κι ἄνεμος πῆρε νά φυσάει κι οἱ ἄρχοντες γονεῖς της μοῦ πῆραν παγωμένη τήν ὄμορφη Ἄναμπελ Λῆ. Τήν πῆραν, μοῦ τήν ἔκλεισαν σέ τύμβο-φυλακή· σ’ ἐκεῖνο τό βασίλειο, σ’ ἐκείνη τήν ἀκτή

Οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό δέν εἶχαν κάν μισή ἀπό τήν εὐτυχία μας. Ζήλεψαν, ναί! Γι’ αὐτό (ἔχουνε νά τό λένε σ’ ἐκεῖνο τό βασίλειο, σ’ ἐκείνη τήν ἀκτή) τό σύννεφο ἦρθε σκοτεινό κι ὁ ἄνεμος μοῦ πάγωσε, τό σύννεφο μοῦ πῆρε τήν ὄμορφή μου Ἄναμπελ Λῆ.

Μά οὔτε παλιῶν οὔτε σοφῶν ἀγάπη ἄλλη εἶχε σταθεῖ ἀπ’ τή δική μας πιό βαθιά, πιό δυνατή. Γι’ αὐτό οἱ ἄγγελοι ψηλά στόν οὐρανό, κι οἱ δαίμονες στή θάλασσα βαθιά, δέν θά μπορέσουνε ποτέ νά μοῦ στερήσουν τήν ψυχή τῆς ὄμορφής μου Ἄναμπελ Λῆ.

Γιατί δέν βγάνει – κάν ἀχνό–  φεγγάρι ἀπό τότε, δίχως νά ὀνειρευτῶ τήν ὄμορφή μου Ἄναμπελ Λῆ. Κι ἀστέρι δέν φωτίζει στόν οὐρανό δίχως νά δῶ τό βλέμμα της τό ζωντανό. Καί κάθε πού ἀγριεύει τό πέλαγο τῶν σκοταδιῶν, πάω καί γέρνω πλάι της – πλάι στή γλυκιά μου, λατρευτή γυναίκα καί ζωή–  στόν τύμβο πλάι, στή φυλακή, στό μνῆμα της, πλάι στήν ἀκτή, στή θάλασσα πού τή θρηνεῖ.

 

ΕΛΝΤΟΡΑΔΟ

Ντυμένος τά στολίδια του, γενναῖος ἱππότης τριγυρνᾶ – καιρό πολύ–  σχεδόν παιδί. Περνᾶ λιακάδες, συννεφιές, λιοπύρια καί δροσιές. Καί τραγουδάει καί πάει νά βρεῖ… γυρεύει τό Ἐλντοράδο.

Περνᾶ ὁ καιρός, τά νιάτα του τ’ ἀτρόμητα περνοῦν κι αὐτά. Γερνᾶ ὁ ἱππότης κι οἱ σκιές πλακώνουν στήν καρδιά του, ἀφοῦ ὅπου πάει τίποτα δέν μοιάζει στό Ἐλντοράδο.

Τόν ἄφησαν μέ τόν καιρό ἡ νιότη καί τό σφρίγος τῆς νιότης του, καί μιά σκιά συνάντησε νά τριγυρνᾶ. «Σκιά», τῆς λέει, «ποῦ εἶν’ αὐτός ὁ τόπος τοῦ Ἐλντοράδο;»

«Μή στέκεις!» τοῦ εἶπε ἡ σκιά. «Πέρνα μέ θάρρος τά ψηλά βουνά τοῦ Φεγγαριοῦ γιά τήν Κοιλάδα τῶν Σκιῶν. Κι ὕστερα τρέχα, γύρευε νά βρεῖς τό Ἐλντοράδο».

 

ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ

Στήν πιό γλυκιά κοιλάδα μας – ἀγγέλων χλοερή φωλιά–  ἕνα παλάτι ὄμορφο, ἀγέρωχο παλάτι, χιονάτο μέτωπο ὕψωνε στοῦ ἀπόλυτου μονάρχη νοῦ τήν ἐπικράτεια. Ναί, ἐκεῖ στεκόταν τό παλάτι! Καί Σεραφείμ φτερούγα δέν εἶχε ἀνοίξει ἄλλη φορά πάνω ἀπό τέτοιαν ὀμορφιά.

Φλάμπουρα ὁλοκίτρινα, περήφανα, χρυσά, κυμάτιζαν, φτερούγιζαν, πετοῦσαν στή στέγη του – παλιά πολύ γίνονταν ὅλα αὐτά, στά βάθη τῶν καιρῶν–  κι ὁ ἐρωτευμένος ἄνεμος, πού χάιδευε – μέρα γλυκιά–  σάν τρυφερά κορίτσια τίς πολεμίστρες, σκόρπιζε τριγύρω ἀρώματα λιγνά.

Κι οἱ ὁδοιπόροι πού ἔφερναν τό βῆμα τους ἐκεῖ, στῆς εὐτυχίας τή γῆ, ἀντίκριζαν δυό φωτεινά παράθυρα – πάνθεο φῶς!– καί μέσα νά λικνίζονται πνεύματα ἁρμονικά καί μουσική ἐξαίσια νά πάλλουν οἱ χορδές ἑνός λαούτου. Ὁ βασιλιάς στόν θρόνο του ἀπολάμβανε τό μεγαλεῖο τοῦ ὕψους του: πορφυρογέννητος αὐτός μονάρχης στήν καρδιά τοῦ εὐγενικοῦ λαοῦ του.

Λαμποκοποῦσαν πάναγνο σεντέφι καί ρουμπίνι οἱ πύλες τοῦ ὡραίου παλατιοῦ, κι ἔβγαιναν, ἔβγαιναν – στρατός πανίσχυρος–  οἱ ἀντίλαλοι, πού ἔδωσαν ὅρκο γλυκό – μονάχα αὐτό–  νά ὑπερασπίσουν μέ ἀγγελικά τραγούδια τό πνεῦμα, τή σοφή πνοή τοῦ βασιλιᾶ τους.

Ὄντα κακά, σατανικά, ντυμένα θλίψη, ὅμως, ἔπληξαν τοῦ μονάρχη τήν ὑψηλή ἀρχή! Θρηνῆστε – ναί–  γιατί αὐγή δέν πρόκειται νά φέξει πιά πάνω ἀπ’ τήν ἐρημιά του! Τόν ἔπληξαν κι οἱ ὀμορφιές, πού ρόδιζαν καί ἄνθιζαν στῆς δόξας του τόν κῆπο, μιά ἱστορία ἔγιναν παλιά, λησμονημένη, στήν καταχνιά τῶν ἡμερῶν πού διάβηκαν θαμμένη.

Κι ὅποιος περνάει τώρα πιά ἐκείνη τήν κοιλάδα βλέπει ἀπό τά παράθυρα νά βγαίνει ἕνα φῶς σάν αἷμα, καί τεράστιες μορφές ν’ ἀργοσαλεύουν σ’ ἕναν παράταιρο σκοπό, καθώς ποτάμι ἀπαίσιο ξεχύνεται ἀπ’ τήν πόρτα πλῆθος φρικτό πού ὅλο γελάει – ὅλο γελάει!–  μά δέν χαμογελάει.

 

 

ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Συμφορά! Πῆγε ὁ θάνατος κι ἔστησε θρόνο σέ μιά πόλη ἀλλόκοτη, πόλη χαμένη, κάτω ἐκεῖ στά σκοτάδια τῆς Δύσης, πού ὁ καλός κι ὁ κακός κι ὁ φρικτός κι ὁ ἁγνός ἔχουν βρεῖ τήν αἰώνια γαλήνη. Κι οἱ βωμοί, τά παλάτια, οἱ πύργοι, ἐκεῖ (φαγωμένοι ἀπ’ τό χρόνο οἱ ἄπαρτοι πύργοι!) δέν θυμίζουν ἀνθρώπινο κάτι. Ἕνα γύρο, ἀπ’ τόν ἄνεμο πιά ξεχασμένα, λιμνάζουν νερά. Βαλτωμένα νερά, μέ μιά θλίψη βαθιά, τ’ οὐρανοῦ τό φορτίο ὑποφέρουν.

Τά οὐράνια δέν στέλνουν εὐλογία φωτός στήν ἀτέλειωτη νύχτα τῆς πόλης. Τοῦ πελάγου ἡ φρίκη γεννάει μιά λάμψη νεκρή, ζοφερή, καί τυλίγει βουβά πολεμίστρες καί τρούλους καί θρόνους κι ἁψίδες – σάν ράχες τεράστιων βουνῶν–  καί τυλίγει ναούς, βαβυλώνια τείχη καί κιόσκια παλιά, σκοτεινά, ρημαγμένα, μέ κισσούς καί λουλούδια στήν πέτρα βαθιά λαξεμένα,

Καί βωμούς – Ὦ, μυριάδες βωμούς, θαυμαστούς!–  μέ ζωοφόρους πού πλέκουν τή βιολέτα, τή βιόλα, τή βάτο. Θλιμμένα νερά ξεψυχοῦν, κι οἱ σκιές ἀγκαλιάζουν σφιχτά τούς παλιούς προμαχῶνες, πού λές πώς τό σύμπαν ἐκεῖ στέκει ἀνάερο πάντα, καθώς ἀπό πύργο περήφανο στέλνει τό γιγάντιο βλέμμα του ὁ Θάνατος γύρω.

Γκρεμισμένοι οἱ ναοί κι ἀνοιγμένοι οἱ τάφοι ἐκεῖ: ἕνα βάραθρο ὁ τόπος πού χαίνει καί τρέμει μές στό μαῦρο τό φῶς. Μά τά πλούτη πού ἀστράφτουν: διαμάντια στῶν εἰδώλων τά μάτια, κι οἱ νεκροί στολισμένοι βαριά κι ἀκριβά, τά νερά δέν ταράζουν. Δέν σηκώνεται κύμα κάν ἕνα μικρό, συμφορά! Στή γυάλινην ἔρημο ἐκείνη ἕνα κίνημα ἀχνό δέν ψελλίζει: «Ὑπάρχει σ’ ἄλλα πέλαγα πιό ζωντανά κάποιος ἄνεμος. Θά ‘ρθει ὅπου νά ‘ναι!» Ταραχή δέν φωνάζει: «Ὑπάρχει ἕνας τόπος φρικτά ἐρημικός, κι ὅπου νά ‘ναι ὁ ἀγέρας θά πάει ἐκεῖ γιά νά βρεῖ τή γαλήνη!»

Μά, τί γίνεται; Ὦ, συμφορά! Σάν νά σάλεψε κάτι στά σπλάχνα τοῦ ἀγέρα! Τό κύμα… ἕνα κίνημα, νά! Σάν νά γέρνουν οἱ πύργοι: βυθίζονται ἀργά – ἀνεβαίνει βουβά τό νερό–  κι οἱ κορφές τους ἀφήνουν σημάδια ἀχνά στ’ οὐρανοῦ τή μεμβράνη. Μιά κόκκινη λάμψη ποτίζει τό κύμα, ἀνασαίνει τό κύμα βαριά. Κατεβαίνει ἡ πόλη βαθιά καί βουβαίνοντ’ οἱ ἀπόκοσμοι ἀχοί. Κατεβαίνει ἡ πόλη κι ἡ Κόλαση – νά!–  ἀνεβαίνει ἀπό θρόνους χιλιάδες καί τήν πόλη εὐλογεῖ.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: