Ο θάνατος στον Ιουδαϊσμό είναι στενά συνδεδεμένος
με την καθημερινότητα των ζωντανών αλλά η ίδια η φύση του δεν είναι
καθορισμένη. Μάλιστα η όλη έννοια της ζωής μετά το θάνατο δεν αποτελεί κεντρικό
κομμάτι της εβραϊκής θεολογίας και ούτε υπάρχει κάποια συγκεκριμένη άποψη. Ο
ραβινικός σχολιασμός, το Ταλμούδ και ο μυστικιστικός Ιουδαϊσμός με το Ζοχάρ και
την Καμπάλα ανέπτυξαν το θέμα και ευθύνονται για την μεγάλη ποικιλία των
υποθέσεων που έχουν γίνει αλλά δεν επιτρέπουν μια ξεκάθαρη απάντηση όπως γίνεται
στις άλλες θρησκείες και ειδικότερα στον Χριστιανισμό. Σκοπός αυτής της
ανάρτησης αλλά και αυτών που θα ακολουθήσουν δεν είναι μια ακαδημαϊκή
παρουσίαση αλλά μια προσέγγιση ενός εξαιρετικά σημαντικού κομματιού του
εβραϊκού κύκλου της ζωής και οδηγός για τους χριστιανούς που θα θελήσουν να
παραβρεθούν στην κηδεία ενός φίλου ή συγγενή τους. Επειδή αμφιβάλλω σε πόσους
αρέσει να διαβάζουν σεντόνια θα το σπάσω και σε επόμενες αναρτήσεις θα
ασχοληθούμε με τα εβραϊκά ταφικά έθιμα, το πένθος, τα εβραϊκά νεκροταφεία, την
σχέση των εβραίων με τους νεκρούς τους αλλά και πώς μπορείτε να διαβάσετε τις
εβραϊκές ταφόπλακες που μπορείτε να βρείτε διάσπαρτες σήμερα στην Θεσσαλονίκη
με σχετικά παραδείγματα.
Λίγη θεωρία πρώτα
Η εβραϊκή θρησκεία, παρά το γεγονός οτι πιστεύει
σε κάποιου είδους μετά-θάνατο ζωή, δεν διαθέτει τις έννοιες του Παράδεισου και
της Κόλασης όπως αναπτύχθηκαν αργότερα στην χριστιανική θρησκεία και ούτε αυτή
παίζει τον ίδιο κεντρικό ρόλο που παίζει στις υπόλοιπες θρησκείες μιας και ο
Ιουδαϊσμός επικεντρώνεται στο σήμερα. Στην Τορά ο όρος
που χρησιμοποιείται για την κατοικία των ψυχών μετά τον θάνατο είναι το Σεόλ,
όπου οι ψυχές πιθανολογείται οτι διάγουν ένα είδος ακαθάριστης και θαμπής ζωής
αλλά δεν συνδέεται με την έννοια της ανταμοιβής ή της τιμωρίας.
Αυτές οι έννοιες, οι οποίες αργότερα θα
αποτελέσουν την βάση της χριστιανικής θεολογίας, εισάγονται σχετικά αργά
ταυτόχρονα με την εξέλιξη της εβραϊκής εσχατολογίας, δηλαδή της διδασκαλίας για
το τέλος του ανθρώπου και του κόσμου. Μετά την καταστροφή Δεύτερου Ναού της
Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους η δυσάρεστη πολιτική κατάσταση στο αρχαίο Ισραήλ
με τις επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές ήττες και την αδυναμία ανεξάρτητης
εθνικής υπόστασης αναγκάζουν την θεολογική σκέψη της εποχής να στραφεί σε
διαφορετικούς δρόμους γιατί και η έννοια του Σεόλ δεν επαρκεί πλεον.
Η απλή εξήγηση για το Σεόλ δεν εξηγεί το
γιατί ο Θεός επιτρέπει την καταστροφή του λαού του και του ίδιου του Ναού του.
Οπότε αναπτύσσεται η ιδέα οτι υπάρχει ένας κόσμος που ακολουθεί, Ολάμ
ha Μπά, στο οποίο οι δίκαιοι ανταμείβονται στη Γκαν
Εντέν και οι άδικοι βρίσκονται για 12 μήνες στην Γκε’ινόμ
ώστε να μετανοήσουν – μόνο μια ελάχιστη ομάδα εξαιρετικά κακών εξαιρείται, (πχ
ο Φαραώ ή ο Α.Χίτλερ). Και τα δύο είναι πνευματικά στάδια και δεν ανταποκρίνονται
στην περισσότερο υλιστική ιδέα που τελικά επικρατεί στον Χριστιανισμό και δεν
είναι κυριολεκτικές τοποθεσίες. Ενδεικτικά αναφέρω οτι ακόμα και σήμερα αυτές
οι έννοιες δεν είναι αυστηρά καθορισμένες και αποτελούν πεδίο ανοικτής
ερμηνείας – ειδικά θα πρέπει να αποφευχθεί η ιδέα οτι αποτελούν τις εβραϊκές
εκδόσεις του παραδείσου/κόλασης μιας και βασίζονται σε τελείως διαφορετικές
αξιώσεις.
Ειδικά η έννοια της Γκε’ινόμ έχει ενδιαφέρον
γιατί το όνομα προέρχεται από την Κοιλάδα του Εννώμ όπου
ειδωλολατρικές φυλές προχωρούσαν σε ανθρωποθυσίες στον θεό Μολώχ και αργότερα
με την επικράτηση του Ιουδαϊσμού, ο οποίος πολέμησε την πρακτική, έγινε ο
σκουπιδότοπος της Ιερουσαλήμ και τόπος ταφής των εγκληματιών. Μάλιστα
επικρατούσε η αντίληψη οτι τα σώματα τους θα καταναλώνονταν από μια αιώνια
φωτιά, μια ιδέα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της χριστιανικής
ιδέας της Κόλασης, χωρίς όμως να ξέρουμε αν αναφέρονταν σε κάποιο γεωλογικό
στοιχείο της περιοχής Οι χριστιανοί διατήρησαν την απέχθεια των εβραίων για το μέρος
με το να τοποθετήσουν εκεί ένα κομμάτι γης που αγοράστηκε με τα 30 αργύρια του
Ιούδα, μια ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς ένα «καταραμένο μέρος» διατηρεί την
ιδιότητα του παρά τις διάφορες θρησκείες και εξηγήσεις, ενώ ο Μολώχ επιζεί και
σήμερα ως έκφραση.
Η ίδια η έννοια της τεhιάτ hα’μετίμ/ανάστασης
των νεκρών αποτέλεσε μια καθυστερημένη εξέλιξη της εβραϊκής
θεολογικής σκέψης που εισήχθη από τους Φαρισαίους και για πρώτη φορά επέτρεπε
την ατομική σωτηρία. Συνδέεται με την ιδέα της αθανασίας της ψυχής και
προέρχεται από τις πλατωνικές ιδέες που κυριάρχησαν στην
ανατολική Μεσόγειο, προσαρμοζόμενη βέβαια στις ίδιες κοσμικές ανάγκες που
οδήγησαν στην ανάπτυξη των εννοιών της Γκαν Εντεν και Γκε’ενόμ. Ταυτόχρονα
δέχθηκε ζωροαστρικές επιρροές που αφορούσαν την ανάσταση και
το τέλος του κόσμου δημιουργώντας μια σχετικά ασαφής εβραϊκή έννοια που
επέτρεπε την πίστη σε στον κόσμο που θα έρθει/Ολάμ ha Μπά και έδινε νόημα σε
όλους αυτούς που έχαναν την ζωή τους λόγω της πίστης τους. Άλλωστε η έννοια του
προπατορικού αμαρτήματος δεν υπάρχει στον Ιουδαϊσμό μιας και η τιμωρία του Αδάμ
και της Εύας αφορούσε τη ζωή με το υλικό σώμα τους, όχι την ψυχή τους.
Σήμερα ουσιαστικά γίνεται δεκτή
από το σύνολο των ρευμάτων του Ιουδαϊσμού σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, (υπενθυμίζω
την μεγάλη ποικιλία της εβραϊκής θεολογικής σκέψης) και αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά
της εποχής του Μεσσία. Αξίζει να σημειωθεί οτι η ίδια η έννοια της γκιλγκουλέϊ
νεσαμότ/μετεμψύχωσης είναι στενά
συνδεδεμένη με την μετενσάρκωση και ανάσταση των νεκρών και αποτέλεσε πεδίο
διαμάχης μεταξύ των θεολογικών σχολών των Σαδδουκαίων (που πίστευαν οτι με τον
θάνατο έληγε η ύπαρξη) και των Φαρισαίων την εποχή πριν την δημιουργία της
χριστιανικής θρησκείας. Η στενή σχέση του Παύλου με τους Φαρισαίους και τις
αντιλήψεις τους αποτέλεσαν την βάση στην οποία αναπτύχθηκε η δυτική/χριστιανική
θεολογία και πιθανολογείται οτι ευθύνεται για την αναμονή εκ μέρους τους της
ανάστασης του Ιησού.
Να προσθέσω οτι καν οι εκφράσεις που
χρησιμοποιούνται είναι εξαιρετικά ενδεικτικές: η μετάφραση του γκιλγκουλέϊ
νεσαμότ είναι «κύκλοι της ψυχής» και πέρα από μια
εξαιρετικά όμορφη έκφραση, αντικατοπτρίζει την μυστικιστική προέλευση της
έννοιας. Ταυτόχρονα η τεhιάτ hα’μετίμ σημαίνει μεν ανάσταση των
νεκρών αλλά ουσιαστικά σημαίνει «αναβίωση/αναγέννηση των νεκρών»,
ενώ δεν χρησιμοποιούνται περισσότερο κυριολεκτικοί όροι που μπορούμε να βρούμε
σε άλλα σημεία των βιβλικών κειμένων – ενδεικτικό και αυτό της ασάφειας της
έννοιας και μιας τάσης απόρριψης της κυριολεκτικής ανάστασης των νεκρών με την
φυσική τους υπόσταση.
Σήμερα τα ρεύματα του Ορθόδοξου και Συντηρητικού
Ιουδαϊσμού δέχονται απόλυτα την έννοια της τεhιάτ
hα’μετίμ, ενώ ο Μεταρρυθμιστικός και Αναδομητικός Ιουδαϊσμός την
δέχονται ως πιθανότητα τον καιρό του Μεσσία αλλά απορρίπτουν
κάθε έννοια μετεμψύχωσης ή μετενσάρκωσης η οποία αμφισβητείται και από
σημαντικό μέρος του Ορθόδοξου Ιουδαϊσμού βασιζόμενοι στην απόρριψη της από
ογκόλιθους του εβραϊκού πνεύματος όπως τον Μαϊμονίδη. Αντίστοιχα η πίστη στην Γκαν
Εντέμ/Γκε’ινόμ γίνεται σχετικά αποδεκτή με
ορισμένες, όμως, εξαιρέσεις που κυρίως εκφράζουν την πίστη στην άγνοια μας για
την φύση της κατάστασης μετά τον θάνατο. Κοινή, όμως, είναι η πεποίθηση οτι η ψυχή/νέφες
είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει ως ανθρώπους και θεωρείται άφθαρτη και
αιώνια και οπότε μένει άθικτη ακόμα και μετά τον θάνατο. Αυτή η πίστη στην
αιωνιότητα και ακεραιότητα της ψυχής αποτελεί ουσιαστικά την αρχή και το τέλος
των εβραϊκών πεποιθήσεων για τον θάνατο – όλα τα υπόλοιπα αποτελούν απλώς
εικασίες.
Κάθε προσπάθεια να μαντεύουμε τη μορφή της
θεωρείται ανώφελη γιατί απλά δεν έχουμε την δυνατότητα να την συλλάβουμε και
άλλωστε, όπως είπαμε στην αρχή, δεν παίζει σημαντικό ρόλο στον
Ιουδαϊσμό ο οποίος επικεντρώνεται στο παρόν. Ακόμα αυστηρότερα
καταδικάζεται κάθε προσπάθεια να έρθει κάποιος σε επαφή μαζί της, αν και όπως
θα δούμε σε άλλη ανάρτηση αυτή η αυστηρότητα έρχεται σε αντίθεση με πλήθος
προλήψεων που κυριαρχούσαν παλαιότερα αλλά και ορισμένες σύγχρονες προσεγγίσεις
που βασίζονται στην Καμπάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου