.

.
.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Η Ζωή μετά τον θάνατο (Γ). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου




Μέση κατάσταση των ψυχών
Ή ζωή της ψυχής μετά την έξοδο της μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, κατά την όποια θα ενωθεί με τα αναστημένα σώματα, λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Ή ψυχή, δηλαδή, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της εκ νέου επισυνάψεώς της με τα αφθαρτοποιημένα σώματα, μετά την ανάσταση τους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση πού δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζή χωριστά από το σώμα με το όποιο συνδέθηκε αμέσως μετά την δημιουργία της από τον Θεό.
Χρειάζεται πολλή προσοχή όταν χρησιμοποιούμε την φράση «μέση κατάσταση των ψυχών», γιατί οι Λατίνοι δίνουν άλλη σημασία. Ενώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μέση κατάσταση των ψυχών με την έννοια πού αναφέραμε προ ολίγου, οι Λατίνοι εννοούν την περίοδο εκείνη πού όλες οι ψυχές διέρχονται από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ, για να εξαγνισθούν. Κατά τους Λατίνους και οι ψυχές των δικαίων διέρχονται από αυτό το πυρ. Δεν θα επιμείνουμε στο θέμα αυτό, γιατί θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Στα επόμενα, λοιπόν, θα δούμε αναλυτικότερα πού ζουν οι ψυχές των ανθρώπων και πώς ζουν. Είναι ερωτήματα πού απασχολούν πολύ τους ανθρώπους της εποχής μας. Βέβαια, δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, αφού αυτά είναι μυστήρια, τα όποια στην τελειότητα τους θα αποκαλυφθούν στο μέλλον. Όμως οι άγιοι, πού αξιώθηκαν από τον Θεό να πληροφορηθούν μερικές αλήθειες από αυτά τα μυστήρια, μας τις απεκάλυψαν. Έτσι, στην συνέχεια, θα επιμείνουμε πάρα πολύ, όπως το κάνουμε συνήθως, στο τι λένε οι άγιοι Πατέρες για να πληροφορηθούμε τα μεγάλα αυτά γεγονότα.
Έχουμε αναφέρει ότι οι ψυχές είναι κτιστές, δηλαδή είναι δημιουργήματα του Θεού, πού σημαίνει έχουν μια ορισμένη αρχή, αλλά ο Θεός θέλησε να μην έχουν τέλος. Επίσης, η ψυχή συνιστά το νοερό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, ενώ το σώμα το αισθητό. Ή ψυχή είναι αόρατη από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά όμως δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλη. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι και οι άγγελοι λέγονται νοερά πνεύματα, έχουν νοητή ουσία, λέγονται ασώματοι, επειδή συγκρίνονται με την παχύτητα της ύλης. Γιατί στην πραγματικότητα «μόνον όντως το θείον άϋλόν τε και ασώματον»66.
Όταν κάνουμε λόγο για ασώματα, αόρατα και ασχημάτιστα το εννοούμε κατά δύο τρόπους. Αφ' ενός μεν κατ' ουσίαν, άφ' ετέρου δε κατά χάριν. Το κατ' ουσίαν συνιστά το κατά φύσιν, ενώ το κατά χάριν συνιστά την σύγκριση με την ύλη. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ασώματος, αόρατος και ασχημάτιστος κατά την φύσιν είναι μόνον ο Θεός, ενώ οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι ασώματοι, αόρατοι και ασχημάτιστοι κατά χάριν και «ως προς την της ύλης παχύτητα»67. Επομένως, οι ψυχές είναι νοερές, δεν είναι όμως πνεύματα, όπως ο Θεός. αλλά είναι κτιστές και αιθέριες. Όπως οι άγγελοι, καίτοι είναι λειτουργικά πνεύματα, λέγονται αιθέρια όντα, έτσι και οι ψυχές είναι αιθέριες. Με αυτήν την έννοια λέμε πώς οι ψυχές μετά την έξοδο τους από τα σώματα παραλαμβάνονται από τους αγγέλους ή τους δαίμονες. Αν ήταν απλώς νοερές, πώς θα γινόταν αυτό;
Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα από τους φιλοσόφους και τους διαφόρους θρησκευόμενους. Γιατί πάντοτε ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα της μετά τον θάνατο ζωής. Ό άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης καταγράφει τις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Λέγει ότι οι ανίεροι άνθρωποι έχουν διατυπώσει πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα. Άλλοι νομίζουν ότι μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι ότι διασπάται οριστικά ή συζυγία των ψυχών με τα σώματα, όποτε δεν μιλούν για την ανάσταση των σωμάτων και την εκ νέου ένωση ψυχής και σώματος, άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αφού, όπως πιστεύουν, οι ψυχές συνδέονται και με άλλες σαρκώσεις, όπως λέγει η θεωρία της μετενσάρκωσε ως της ψυχής η μετεμψυχώσεως των σωμάτων, και άλλοι θεωρούν την άλλη ζωή ως ομοειδή με την παρούσα ζωή, αφού κηρύσσουν ότι οι ισάγγελοι έχουν τροφές πού αρμόζουν σε φθαρτό βίο. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν οι Χιλιαστές. Όμως ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης όλες αυτές τις θεωρίες περί της ψυχής μετά τον θάνατο τις θεωρεί πλάνες, γι' αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέγει κανείς από τους ιερότατους άνδρες δεν θα περιπέση σε τέτοιες πλάνες68.
Υπάρχουν πολλά χωρία στην Αγία Γραφή πού δηλώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατον. Είναι γνωστό το θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας στά Σαρεπτά από τον Προφήτη Ηλία. Ό Προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό: «Κύριε ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν». Και μετά την προσευχή «εγένετο ούτως» και αναστήθηκε το παιδίον (Γ' Βας. ιζ', 21-23). Το ότι επέστρεψε η ψυχή του παιδίου σημαίνει ότι υπήρχε μετά τον θάνατο, δεν περιήλθε σε ανυπαρξία. Το ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στις αναστάσεις του Λαζάρου και του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου. Επέστρεψαν οι ψυχές τους με τον λόγο του Χριστού. Ή Αγία Γραφή, κατά την κοίμηση των μεγάλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης συνήθως λέγει ότι προσετέθη το πνεύμα αυτών «εις τους πατέρας αυτών» (Γεν. κε', 8).
Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίστηκαν οι δύο μεγάλες προφητικές φυσιογνωμίες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας. Και ο Χριστός στον ληστή, πού τον ομολόγησε, διαβεβαίωσε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδεισω» (Λουκ. κγ', 43). Ό Χριστός με αυτόν τον λόγο διαβεβαιώνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή υπάρχει, δεν χάνεται, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά χωρία, αλλά θα περιοριστούμε μόνον σε αυτά. Ολόκληρη η πατερική παράδοση και η εκκλησιαστική εμπειρία διαβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, ώστε η αντίθετη σκέψη να αποτελεί ασέβεια και άρνηση της άποκεκαλ υμμένης πίστεως. Πραγματικά, όποιος παραδέχεται το αντίθετο κλονίζει τα θεμέλια της πίστεως, αφού αγωνιζόμαστε να τηρούμε τις εντολές του Χρίστου στην καθημερινή μας ζωή, για να μείνουμε αιωνίως με τον θεό. Ό Όσιος Νικήτας ό Στηθάτος θα πή: «Ζώσιν ουν, ως είρηται, πάντες οι ευσεβώς ζήσαντες καν ενθένδε απαλλαγώσι». Και για να μη δημιουργηθεί καμιά εντύπωση ότι μόνον οι ψυχές των ευσεβών ζουν μετά τον θάνατο συνεχίζει για να πή ότι αυτό γίνεται και με τις ψυχές των ασεβών και αδίκων ανθρώπων. Όχι μόνον οι ευσεβείς ζουν μετά τον θάνατο, «αλλά και οι ασεβείς αυτοί απεκδεχόμενοι τούτων έκαστος των έργων αυτού την άντιμισθίαν κατάλληλον»69.
Ένα ενδιαφέρον σημείο, πού τονίζεται στα έργα των αγίων Πατέρων, το οποίο στρέφεται σαφώς εναντίον της μετεμψυχώσεως είναι ότι, καίτοι η ψυχή του ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου. Εφ' όσον η ψυχή δημιουργείται από τον θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο.
Ή λέξη υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφίστημι και δηλώνει, στην αρχική της σημασία, το «ίστασθοι υποκάτω», εννοώντας την σταθερότητα, το θεμέλιο, την βάση, κ.λ.π. Στην θεολογική γλώσσα η υπόσταση δηλώνει κυρίως την ύπαρξη, την πραγματικότητα σε αντίθεση με το φαινόμενο70. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο όρος υπόσταση δηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την ύπαρξη και δεύτερον, την ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε ανθρώπου71. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι υπόσταση, έχει αληθινή ύπαρξη, αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ύπαρξη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους, από τις άλλες υποστάσεις. Ό άνθρωπος από την δημιουργία του συγκροτεί μια ιδιαίτερη υπόσταση-πρόσωπο, και αυτή η υπόσταση δεν καταργείται ακόμη και με τον θάνατο του. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η υπόσταση είναι η σύμπηξη εκ σώματος και ψυχής κατά την αρχή της υπάρξεως κάθε ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, τα οποία ενώθηκαν σε μια υπόσταση από τον θεό κατά την αρχή της δημιουργίας του. Αυτή ή υπόσταση δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατο. Γι' αυτό, «ει γαρ και χωρίζεται η ψυχή του ανθρώπου εν τω θανάτω, άλλ' ή ύπόστασις αμφοτέρων μία και η αυτή εστίν». Έστω κι αν χωριστούν η ψυχή και το σώμα, εν τούτοις «μένει το τε σώμα και ή ψυχή, αεί μίαν την αρχήν της εαυτών έχοντα υπάρξεως τε και υποστάσεως»72.
Γι' αυτό και ο Κύριος στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, και όχι απλώς την ψυχή του Λαζάρου. Γιατί, αν και ή ψυχή του Λαζάρου βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, εν τούτοις είναι ο Λάζαρος, αφού δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο.
Ή διδασκαλία, ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, συναντάται και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Μάλιστα, ο ίδιος χρησιμοποιεί δύο καταπληκτικά παραδείγματα.
Το ένα παράδειγμα προέρχεται από την ζωγραφική τέχνη. Ό ζωγράφος προκειμένου να αποδώσει την μορφή κάποιου γεγονότος ή προσώπου, όχι μόνον γνωρίζει να αναμειγνύει τα αντίθετα μεταξύ τους χρώματα, αλλά και να διακρίνει τα μεμειγμένα. Έχει σαφή γνώση της ιδιοσυγκρασίας των χρωμάτων, του μαύρου, του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου, καθώς επίσης γνωρίζει και τι σχηματίζει η μείξη μερικών με τα άλλα. Επίσης και μετά την ένωση τους δεν χάνει την γνώση των αρχικών χρωμάτων. Αυτό γίνεται και με την ψυχή εν σχέσει με το σώμα, πού αποτελείται από πολλά στοιχεία.
Ή ψυχή γνωρίζει την φυσική ιδιότητα των στοιχείων τα όποια ενώθηκαν για την κατασκευή του σώματος και μετά την διάλυση τους. Και όταν ακόμη τα στοιχεία πού συγκροτούν το σώμα διασπαστούν και τεθούν σε διαφορετικά μέρη, και τότε τα γνωρίζει και με την γνωστική της δύναμη εφάπτεται αυτών, τα προσεγγίζει, έως ότου τα στοιχεία αυτά ενωθούν εκ νέου και γίνει αναστοιχείωση του διαλυθέντος σώματος. Αυτή ή επανένωση θα γίνει με τον λόγο του Θεού κατά την Δευτέρα Παρουσία. Αυτή είναι ή ανάσταση του σώματος. Το γεγονός είναι ότι ή ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα όποια αποτελείτο το δικό της σώμα.
Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από την κεραμική τέχνη και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, ή ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη μέσα σε άλλα ξένα στοιχεία το δικό της σώμα. Τα διάφορα πήλινα αντικείμενα κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό. Καίτοι προέρχονται από την ίδια ύλη, εν τούτοις κάθε ένα έχει την ιδιομορφία του, αφού το ένα είναι πιθάρι, το άλλο αμφορεύς, το τρίτο πινάκιο ή τρίβλιο κ.λ.π. Όλα αυτά τα αντικείμενα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους. Αν όμως συντρίβουν και ανακατευθούν, τότε και πάλι αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει στον αμφορέα, ποιο ανήκει στο πιθάρι κ.λ.π., από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους. Αν ακόμη τα συντριβέντα πήλινα αντικείμενα ανακατευθούν με τον ακατέργαστο πηλό, και τότε γίνονται ευκολότερα φανερά από τους κατόχους τους.
Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή, ή όποια μετά την αναχώρηση της από το σώμα, και μετά την διάλυση του σώματος, γνωρίζει το δικό της σώμα έστω κι' αν αναμείχθηκαν τα μέλη του σώματος της με μέλη άλλων σωμάτων, έστω κι' αν ενώθηκαν με τα στοιχεία της ακατέργαστης ύλης, όπως το νερό, αέρα, κ.λ.π. Ή ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της γιατί είναι ενωμένη με αυτό. «Ή ψυχή αεί επισταμένη το ίδιον, οίον τε συνεστώς εν τω σχήματι ην»73.
Αυτό δείχνει ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος παραμένει παρά τον χωρισμό. Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι προσωρινή κατάσταση, αφού πάλι θα ενωθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Επομένως, δεν μπορούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να δεχθούμε τον θάνατο και την εξαφάνιση της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα, ούτε την μετενσάρκωση της σε άλλα σώματα. Κάθε σώμα συνδέεται με μια ψυχή, και κάθε ψυχή συνδέεται με ένα σώμα. και τα δυο μαζί αποτελούν την ιδιαίτερη υπόσταση, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Όταν χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο υπόσταση-πρόσωπο εννοούμε, εκτός των άλλων, και αυτήν την μοναδικότητα και σταθερότητα της υπάρξεως.
Ακριβώς δε αυτή η διδασκαλία περί της μη καταργήσεως της υποστάσεως αναιρεί κάθε θεωρία περί μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως. Γιατί τέτοιες απόψεις θεωρούν την μία ψυχή να έχει πολλά σώματα και πολλές άλλες υπάρξεις. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναιρώντας αυτήν την θεωρία, λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται τέτοια πράγματα «υβρίζουσι τη κοινότητι το ανθρώπινον», δηλαδή υβρίζουν την ανθρώπινη φύση, αφού παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή άλλοτε γίνεται ψυχή ανθρώπου, άλλοτε ζώου, ερπετού, φυτού, κ.λ.π. Τέτοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσοης «λήρος», δηλαδή φλυαρίες και ανοησίες. Και με σειρά επιχειρημάτων ανατρέπει αυτές τις απόψεις.
Λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο συγχέουν τις ιδιότητες της φύσεως, αφού αναμειγνύουν μεταξύ τούς το άλογο, το λογικό, το αισθητικό, το αναίσθητο. Γιατί, την ίδια ψυχή άλλοτε την θεωρούν λογική και διανοητική, άλλοτε ότι ζή στις φωλιές των ερπετών, άλλοτε να γίνεται σαρκοφάγο ή να συναγελάζεται με τα όρνεα, άλλοτε να μεταπίπτη στην κατάσταση των αναίσθητων και να γίνεται φυτό ή να παράγη δηλητήρια κ.λ.π. Το φοβερό είναι ότι ο άνθρωπος, κι αν ακόμη δη ένα από τα δηλητηριώδη και σαρκοβόρα θηρία, θα θεώρηση ότι είναι ομόφυλο και συγγενές με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ή ζωή γίνεται πολύ δύσκολη, αφού άλλοτε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σέβεται τα πάντα ως ομόφυλα και συγγενή, και άλλοτε να συμπεριφέρεται σκληρά, αν νομίζη ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, κ.λ.π. Τότε πώς θα συμπεριφέρεται προς την φύση αν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτήν ενδεχομένως να υπάρχουν ψυχές ανθρώπων; Γι' αυτό έκτος από άλλους λόγους, η θεωρία περί μετεμψυχώοεως είναι «απόβλητος»74.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δεχόμαστε τέτοιες απόψεις. Υπάρχουν μάλιστα και καταδικαστικές αποφάσεις. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» μεταξύ των άλλων λέγεται: «Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και των άλλων κτισμάτων, άναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, α ν ά θ ε μ α». Αναθεματίζονται, δηλαδή, όσοι στο θέμα των ανθρωπίνων ψυχών αναμειγνύουν την ορθόδοξη πίστη με τα δόγματα των αρχαίων ειδωλολατρών.
Και σέ άλλον αναθεματισμό αναφέρεται: «Τοις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τάς τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζωοις ταύτας απολλύσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτο άνάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν άθετουοιν, α ν ά θ ε μ α»75.
Σε άλλο σημείο του κεφαλαίου αυτού είδαμε λεπτομερώς ότι η ψυχή των ανθρώπων μετά την έξοδο από το σώμα παραλαμβάνεται ή από αγγέλους και πορεύεται στους κόλπους του Αβραάμ ή από δαίμονες και πορεύεται στον Άδη. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας.
Όμως, τόσο οι δίκαιοι όσο και οι αμαρτωλοί δεν απολαμβάνουν τελείως του Παραδείσου και της Κολάσεως, αλλά προγεύονται της χαράς των δίκαιων και της οδύνης των αμαρτωλών αντίστοιχα. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι ή απόλαυση και ή μακαριότητα των αγίων, είτε την ονομάζουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Θεού, είτε βασιλεία, καίτοι απολαμβάνεται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην την ελπιζομένην αποκατάστασιν». Και είναι μερική και ελλιπής , γιατί οι ψυχές περιμένουν και τα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ώστε και με αυτά να δοξαστούν τελείως76.
Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα, αναμένει την έλευση του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, αλλά προαπολαμβάνει την κατάσταση εκείνη ανάλογα με τα έργα της, παραμένοντας στους ιδιαίτερους τόπους, οι όποιοι πρέπει να νοηθούν ως ιδιαίτεροι τρόποι ζωής.
Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί «είναι εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις». Οι μεν δίκαιοι ζουν άνέτοι και ελεύθεροι στον ουρανό με τους αγγέλους και τον Θεό στον Παράδεισο, από τον όποιο εξέπεσε ό Αδάμ, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται στον Άδη και ζουν με στενοχώρια και απαραμύθητη λύπη σαν κατάδικοι πού περιμένουν την απόφαση του κριτού. Ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως της Βασιλείας των Ουρανών, ούτε οι αμαρτωλοί της Κολάσεως77. Έτσι παρατηρούμε ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ Παραδείσου και Βασιλείας των Ουρανών, καθώς επίσης και μεταξύ Άδου και Κολάσεως. Οι δίκαιοι εισέρχονται στον Παράδεισο μετά τον θάνατο τους και αναμένουν την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών μετά την ανάσταση των σωμάτων. Και οι αμαρτωλοί εισέρχονται στον Άδη μετά τον θάνατο και θα εισέλθουν στην Κόλαση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την τελική κρίση.
Φυσικά, δεν πρόκειται περί αισθητών τόπων, αλλά νοερών. Ξέρουμε ότι η ψυχή πού εξέρχεται από το σώμα, δεν ενεργεί δια των αισθήσεων, δεν περικλείεται σε έναν αισθητό τόπο, δεν έχει ανάγκη των υπηρεσιών του σώματος. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θα πει ότι όταν λέμε ότι οι άγγελοι κατοικούν στον ουρανό, δεν εννοούμε έναν σωματικό τόπο «αλλά τον υπέρ αίσθησιν μάλλον και νοητόν τόπον», έστω κι αν τον αποκαλούμε τόπο. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας χωρίο του άγιου Ιωάννου του Δαμασκηνού, λέγει ότι νοητός τόπος είναι «ένθα νοείται και εστίν ή νοητή και ασώματος φύσις, ένθα πάρεσι και ενεργεί». Αυτός ο τόπος, πού είναι νοητός και ασώματος, υπερουράνιος και υπερκόσμιος είναι ο τόπος των αγγέλων και των άγιων. Νοητός τόπος είναι αυτός πού ενεργεί ο Θεός και φανερώνει την δόξα Του78.
Επομένως, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε έναν ιδιαίτερο τόπο πού κατοικούν οι ψυχές των άγιων και οι ψυχές των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούμε τους όρους Παράδεισος και Άδης για να δείξουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, αφού οι δίκαιοι μετέχουν της δόξης του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί δέχονται την καυστική ενέργεια του Θεού.
Ό άγιος Διάδοχος ο Φωτικής κάνει μια παρατήρηση πού πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε, γιατί συνδέεται με την κατάσταση των ψυχών μετά την έξοδο τους από το σώμα, σχετικά με τον υλικό κόσμο. Λέγει ότι ο άνθρωπος έχει την ολοκλήρωση του στην ενότητα ψυχής και σώματος, ενώ οι άγγελοι έχουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην απλότητα της φύσεως. Γι' αυτόν τον λόγο οι άγγελοι μπορούν να δουν όχι μόνον όσα βρίσκονται πάνω από τον τόπο, αλλά και όσα βρίσκονται μέσα στον τόπο. Επειδή έχουν αραιά φύση, γι’ αυτό δεν βλέπονται από τα όντα πού έχουν πυκνή φύση, αλλά αυτοί μπορούν να βλέπουν τα όντα με την Πυκνή φύση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχές. Όταν η ψυχή χωρισθεί από το σώμα, λόγω του ότι δεν είναι ολόκληρη μόνο με τον εαυτό της, «ουκέτι τα εν τόπω δύναται οράν». Μετά τον χωρισμό «μηκέτι ταύτα οράν άπερ εώρα δια του σώματος»79. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ανάμνηση και δεν ενδιαφέρονται για μας. Ό Πλούσιος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του πού ζούσαν, καίτοι δεν μπορούσε να βοηθήσει. Δηλαδή, οι ψυχές των κεκοιμημένων θυμούνται, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στην ζωή, ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά βρίσκονται σε άλλη διάσταση χώρου και χρόνου. Οι ψυχές των αγίων, επειδή διαθέτουν αγάπη και έχουν κοινωνία με τον Θεό, δια του Θεού γνωρίζουν την κατάσταση μας, μας ακούν, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Θεό για μας. Αυτό γίνεται δια της Χάριτος, λόγω της ενότητας τους με τον Θεό. Δεν είναι η φυσική τους κατάσταση. Αλλά αυτό πού τόνισε ο άγιος Διάδοχος λέγεται για να φανή η διαφορά, ως προς το σημείο αυτό, μεταξύ των ψυχών των ανθρώπων και των αγγέλων.
Όπως είπαμε προηγουμένως, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών μετά την έξοδο τους βρίσκονται στον Άδη, πού είναι διάφορος από την Κόλαση. Ό Άδης είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος, όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι, για να δικαστούν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι με την ονομασία Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής, αειδή και ασώματη. «...Τον μνημονευθέντα νυν άδην μη τόπον τινά ούτως ονομαζόμενον οίεσθαι, αλλά τίνα κατάστασιν ζωής αειδή και ασώματον...»80. Με την ονομασία Άδη δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά «την εις το αειδές και αφανές μεταχώρησιν» της ψυχής»81. Υπό αυτήν την έννοια ο όσιος Νικήτας ό Στηθάτος χαρακτηρίζει με την λέξη Άδη -τους αφεγγείς και σκοτεινούς τόπους- δεσμωτήριο και φυλακή82.
Αν η ψυχή δεν είχε θεραπευθεί, όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, μετά την έξοδο της από αυτό υποφέρει και βασανίζεται από τα πάθη, δεν αισθάνεται καμμιά παράκληση και παρηγοριά, δεν μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, και αυτό είναι σκότος, αφεγγής τρόπος ζωής, μαρτύριο, βασανιστήριο. Αυτό λέγεται Άδης. Αντίθετα, οι δίκαιοι μετά την έξοδο τους από την ζωή αυτήν ζουν στον Παράδεισο, στους κόλπους του Αβραάμ, δηλαδή μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι οι ψυχές των αγίων, πού είναι καθαρές και ευώδεις, θεοειδείς και πεπληρωμένες ενθέου δόξης και ακραιφνέστατου φωτός, όταν εξέρχονται από το σώμα, λάμπουν όπως ο ήλιος από τα έργα της δικαιοσύνης, της σοφίας και της καθαρότητας. Αυτές οι ψυχές πορεύονται «δια των απαγόντων φίλων αγγέλων προς το πρώτον φως»83.
Πρώτον Φως είναι ο Τριαδικός Θεός, η Θεότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δεύτερα φώτα είναι οι άγγελοι και οι δίκαιοι, πού μετέχουν του πρώτου Φωτός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλοι οι άγιοι Πατέρες, θα ήθελα να μνημονεύσω μόνον τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο όποιος, θέτοντας την ερώτηση που βρίσκονταν τα πνεύματα των απ’ αιώνος αγίων, άπαντα: «Ουκ εν τω υπερουρανώ φωτί μετά των αγγέλων της αυτής είσιν απολαύοντα φωτοχυσίας;»84. Οι ψυχές των αγίων βρίσκονται μέσα στο υπερουράνιο φως μαζί με τους αγγέλους και απολαμβάνουν την ίδια με αυτούς φωτοχυσία.
Λέγαμε προηγουμένως ότι οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον χωρισμό τους από το σώμα απολαμβάνουν τα όσα έπραξαν και έζησαν στην ζωή τους, δηλαδή βιώνουν καταστάσεις ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Αν έχουν καθαρθή, θα απολαύσουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ενώ αν δεν θεραπεύθηκαν, θα βιώσουν την καυστική ενέργεια του Θεού, θα εισέλθουν σε τόπο αφεγγή και σκοτεινό, πού ονομάζεται Άδης. Όμως υπάρχει ένα χωρίο του αγίου Ανδρέου Κρήτης στο όποιο αναφέρεται ότι από τον Άδη θα περάσουν και οι ψυχές των αγίων μετά την έξοδό τους από το σώμα. Ό ίδιος το συνδέει αυτό και με την Παναγία. Διδάσκει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ότι είναι σαφές και αναντίρρητο ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ακόμη δε και των αγίων «τον αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δε». Οι ψυχές των άγιων διέρχονται από τον Άδη χωρίς να κρατούνται, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον αφεγγή και αειδή εκείνον τόπο. Αυτό γίνεται ώστε οι άγιοι να διερευνήσουν και να μυηθούν στο ξένο μυστήριο της θείας οικονομίας, δηλαδή στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και ακόμη να γνωρίσουν την νίκη του Χριστου πάνω στον Άδη και τον θάνατο85.
Βέβαια, και αυτή η άποψη όταν τεθή μέσα στα πλαίσια των διδασκαλιών των άλλων Πατέρων, πού παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθεί ορθόδοξα, ότι δηλαδή, οι ψυχές των αγίων διερχόμενες με την Χάρη του Θεού δια του θανάτου, μυούνται μυστικά και αποτελεσματικά στην νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο και τους πονηρούς δαίμονες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη γνώση.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μέση κατάσταση των ψυχών είναι μια περίοδος αναμονής, κατά την διάρκεια της οποίας οι ψυχές προαπολαμβάνουν αυτά πού περιμένουν και τα όποια έχουν σχέση με όσα έζησαν, όταν βρίσκονταν ενωμένες με τα σώματα. Γι' αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, γιατί το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Σε αυτό συντελούν τα μνημόσυνα και οι προσευχές της Εκκλησίας. Ωφελούνται οι ψυχές με τρόπο πού δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Πάντως, είναι καθήκον μας να τους μνημονεύουμε στις προσευχές μας. Αυτοί τώρα δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στον εαυτό τους. Εμείς πού ζούμε μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Να παρακαλούμε ακόμη και τους άγιους» γιατί αυτοί έχουν μεγάλη παρρησία στον Θεό, επειδή βρίσκονται μέσα στο άκτιστο Φως Του.
66. Ιωάννου Δαμάσκηνου: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη, σελ. 148
67. ένθ. άνωτ. σελ. 152
68. Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 450
69. Νικήτα Στηθαίου Μυστικά συγγράμματα, έκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 122
70. Liddel -Scott: Μέγα Λεξικών της ελληνικής γλώσσης, έκδ. Σιδερής. Αθήναι, τόμος IV, σελ. 485
71. Ιωάννου Δαμασκηνού: Διαλεκτικά, έκδ. Παπαζήση, σελ. 116·117
72. ένθ. άνωτ. σελ. 161-162
73. Γρηγορίου Νύσσης Έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 280-288
74. ένβ. άνωτ. σελ. 322-326
75. Τριώδιον, έκδ. «Φως», σελ. 159
76. ΡΟ 15, σελ. 152
77. Μάρκου Ευγενικού, ΡΟ 15. σελ. 110
78. Μάρκου Ευγενικού. ΡΟ 15. σελ. 153
79. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 342
80. Γρηγορίου Νύσοης, ένθ. άνωτ. σελ. 296
81. ένθ. άνωτ. σελ. 274
82. Νικήτα Στηβάτου, ένθ. άνωτ. σελ. 125
83. Νικήτα Στηθαίου, ένθ. άνωτ. σελ. 123-124
84. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Παν. Χρήστου, τόμος Δ΄,σελ. 336
85. ΡG 97. 1049-1052
(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο (Γ). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: