|
|
|
Τι ξέρεις για τα όνειρα - 2011
|
Τι
ξέρεις για τα όνειρα που μοιάζουν με βαγόνια
σε σκουριασμένες κι άχρηστες μες τη βροχή γραμμές
Τι ξέρεις για τα κύματα που είναι χαμένα χρόνια
και ποιοι μ’ αποχαιρέτισαν και ζουν στις ερημιές
Τι ξέρεις για τα όνειρα και πίκρα τι σημαίνει
γι’ αυτά που διάλεξε κανείς και το `χει μυστικό
Και λες πως ζει στον ουρανό με μια φωτιά σβησμένη
ώσπου να γίνει κάποτε στη γη βεγγαλικό
Τι ξέρεις για τα όνειρα κάποιων απλών ανθρώπων
που όλα πια τ’ αρνήθηκαν και ζουν μες στη σιωπή
Πως έμαθες το μυστικό και δε μου λες τον τρόπο
για τη μοιραία κίνηση και την ανατροπή
Τις αναμνήσεις κάψαμε - 1986
Τι
να σου πω, τι να μου πεις
και τι ωφελεί να κλαίμε;
Απόψε που χωρίζουμε
τις αναμνήσεις καίμε.
Τις αναμνήσεις κάψαμε
σε μιαν αδυναμία,
λες κι ήτανε το παρελθόν
παλιά φωτογραφία.
Αν θέλεις τώρα τυπικά,
αν θέλεις φίλησέ με.
Έτσι κι αλλιώς τελειώσαμε
με τα χαρτιά που καίμε.
Τις αναμνήσεις κάψαμε
σε μιαν αδυναμία,
λες κι ήτανε το παρελθόν
παλιά φωτογραφία.
|
Τις ξένες πόρτες μη χτυπάς - 1985
|
Στις
ξένες πόρτες ήρθαμε
περαστικοί ζητιάνοι
και κάποτε χτυπήσαμε
στα σπίτια π’ αγαπήσαμε
μα όλοι έχουν πεθάνει
Τις ξένες πόρτες μη χτυπάς
κι ας είν’ γιορτής ημέρα
κι αν κάποιος θα σε λυπηθεί
και σε ρωτήσει πώς και τι
τραβήξου παραπέρα
Στις ξένες πόρτες είπαμε
τον αναστεναγμό μας
μα οι άνθρωποι τις κλείσανε
και μόνες τους ανοίξανε
στον απολογισμό μας
Τις ξένες πόρτες μη χτυπάς
κι ας είν’ γιορτής ημέρα
κι αν κάποιος θα σε λυπηθεί
και σε ρωτήσει πώς και τι
τραβήξου παραπέρα
|
Το αίνιγμα - 1974
Μα το κορίτσι μεθυσμένο ήξερε τάχα να
τον δει;
Κι έτσι όπως έκλαιγε πάνω στο λόφο,
ήταν με θλίψη ή από κρυφή οργή;
Θα τον βοηθήσει ν’ αγαπήσει ή θα του πάρει τη ζωή;
|
Το αχ – 1995
Το "αχ" μου το χαρίσανε
το "βαχ" το `βρα στο δρόμο
το πήρα να `χει συντροφιά
και να μη μένει μόνο
Σαν είδωλο του σινεμά
με σέρνεις στο χαμό σου
και να λατρεύω θές τυφλά
μονάχα το είδωλό σου
Σαν είδωλο σε πίστεψα
σου ξέπλυνα αμαρτίες
και άγιο σ’ ονόμασα
για τις γνωστές αιτίες
Το "αχ" μου το χαρίσανε
το "βαχ" το `βρα στο δρόμο
το πήρα να `χει συντροφιά
και να μη μένει μόνο
Σαν είδωλο του σινεμά
σκοτώνεις κι αναστένεις
και μόνο ισόβια δεσμά
για μένα επιμένεις
Σαν είδωλο σε πίστεψα
σου ξέπλυνα αμαρτίες
και άγιο σ’ ονόμασα
για τις γνωστές αιτίες
Το "αχ" μου το χαρίσανε
το "βαχ" το `βρα στο δρόμο
το πήρα να `χει συντροφιά
και να μη μένει μόνο
|
Μη
ρωτάς γι’ αθώα και αμαρτωλά,
φερμουάρ δεν είναι η ζωή να κλείσει,
άπλωσε το χέρι πάνω στη θηλιά
κάποιος θα βρεθεί για να τη λύσει.
Το κρεβάτι τρίζει μ’ αναστεναγμούς
κι όσα λες κι ακούσεις θα ηχογραφήσεις,
κάποτε θα τα `χεις κι όσο θα τ’ ακούς
θέλοντας και μη θα συλλαβίσεις.
Το κρεβάτι τρίζει κι έξω η βροχή
νύχτα που δαγκώνει σαν αφιονισμένη,
να `ξερες τι κρύβω μέσα στο χαρτί
στο τραγούδι αυτό που δε μου βγαίνει.
Σε θολό καθρέφτη μη ξανακοιτάς
όταν σε ζηλεύει σε παραμορφώνει,
κρύψ’ το πρόσωπό σου σ’ ό,τι αναζητάς
θα σε βοηθήσουν και οι δαιμόνοι.
Το κρεβάτι τρίζει μ’ αναστεναγμούς
κι όσα λες κι ακούσεις θα ηχογραφήσεις,
κάποτε θα τα `χεις κι όσο θα τ’ ακούς
θέλοντας και μη θα συλλαβίσεις.
Το κρεβάτι τρίζει κι έξω η βροχή
νύχτα που δαγκώνει σαν αφιονισμένη,
να `ξερες τι κρύβω μέσα στο χαρτί
στο τραγούδι αυτό που δε μου βγαίνει.
Το κρεβάτι τρίζει στ’ αναφιλητά
στρίποδο παλιό χαμένης εκστρατείας,
και θυμίζει ήττες, μόνο ήττες πια,
μιας αγάπης που ήσουν πάντα τραυματίας.
Το μέλλον θα `ρθει στη Συγγρού - 2014
Το
μέλλον θα `ρθει δίχως κόστος κι αφορμή
μια Κυριακή, σαν μια σκηνή μοιραίου γάμου
ίδια μ’ εκείνους που δε φαίνεται πως χάνουν
ένα γραμμάτιο που δε θέλει πληρωμή.
Χωρίς εμας θα’ ρθει λοιπόν, έτσι κι αλλιώς
μια οπερέτα θα `ναι ο κόσμος ο παλιός.
Στα μπράτσα θα `χεις τατουάζ ως και στη γλώσσα,
φόρα παρτίδα τιμολόγια στα πόσα.
Αν θες απόψε κάτι για να ζεσταθείς
κάψε κιθάρες και βιολιά και μαντολίνα,
ντύσου σαν νύφη με ταφτάδες και οργαντίνα
και βγες τις νύχτες στη Συγγρού να λυτρωθείς.
Το μέλλον θα `ρθει σαν μια κούκλα μπαλαρίνα
που θα γερνά σ’ αναψυκτήρια και κλαρίνα,
ελευθερία φαλακρή θα χρεωθείς.
Το μέλλον θα `ρθει αναβοσβήνοντας κεριά
όπως τα φώτα σε πολλές διαφημίσεις,
θα `χεις το δαίμονα μαζί σου για να γδύσεις,
πόρτα δε θα `βρεις πουθενά και κλειδαριά.
Το μέλλον θα `ρθει σοβαρό κι αποβραδίς
δε θα προλάβεις να τ’ ακούσεις και να δεις,
να σαλιαρίσεις και να ρίχνεις την ευθύνη
σ’ αυτούς που βρήκαν ομορφιά στην ηρωίνη.
Το παζάρι
Σκύλοι
απ’ το Πακιστάν
και πουλιά που δεν πετάν,
γάτες απ’ τον Ιορδάνη,
κουκουβάγιες, πελεκάνοι.
Άλογα τής Αραβίας,
πρόβατα τής Βαρσοβίας,
κροκοδείλους απ’ το Γάγγη,
φίδια και ουραγκοτάγκοι.
Τρέξτε, φτάστε, μην αργείτε,
τα περίεργα να δείτε
κι όποιος κάνει κούνια - μπέλα,
θα τού δώσω καραμέλα.
Κι απ’ το κράτος τού Ερζερούμ
κι από την Καπερναούμ,
λόγια που έχουν ακουστεί
απ’ τον Άγια Βαπτιστή.
Αστρολόγοι και προφήτες,
θεατρίνοι και σκηνίτες,
ψεύτες, κλέφτες και φονιάδες
κι ό,τι θέλουν οι κυράδες.
Τρέξτε, φτάστε, μην αργείτε,
τα περίεργα να δείτε
κι όποιος τρώει κουραμάνα,
θα του δώσω μια μπανάνα.
Έχομε βροχές και χιόνια
και λελούδια για μπαλκόνια
μαύρες θάλασσες, ποτάμια
και την πράσινη τη λάμια.
Άνθρωποι με δυο κεφάλια
που μυαλό δεν έχουν στάλα,
χέρια, πόδια τριανταέξι
και δε μάθανε μια λέξη.
Τρέξτε, φτάστε, μην αργείτε,
τα περίεργα να δείτε
κι όποιος θα μού φέρει γούρι
θα τού δώσω γλειφιτζούρι,
κι όποιος θα μού φέρει γούρι
θα τού δώσω γλειφιτζούρι,
Τρέξτε, φτάστε, μην αργείτε,
τα περίεργα να δείτε.
|
Το παλληκάρι έχει καημό
Το
παλληκάρι έχει καημό
κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ
απόψε, απόψε που έχει τον καημό
Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά
κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά
απόψε, απόψε μου σκίζει την καρδιά
Το παλληκάρι έχει καημό
μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δυο πουλιά
απόψε, απόψε το δάκρυ μου κυλ
Το παρελθόν διεκδικώ
Κάποτε
μ' έπαιρνες αργά τηλεφωνούσες
κάποτε σ' είχα στα σκοτάδια συντροφιά
τώρα μονάχη θα βγάζω τα καρφιά
για να νομίζω πως κι εσύ μ' αγαπούσες.
Το παρελθόν διεκδικώ του έρωτα μας
τροπάρια ψέλνω συνεχώς ερωτικά
στον ουρανό μιλάω συνθηματικά
για να γιατρέψει οριστικά τα τραύματα μας.
Στον ουρανό ζητώ για να μεσολαβήσει
κι ένα σημάδι να μου δείξει μυστικό
ότι δεν είμαι κάτι το εφεδρικό
κι ότι μπορεί και μια στιγμή για να με σβήσει.
Θαρρώ πως ζω με τις παλιές μου παραισθήσεις
κι όσα επιφύλαξε για μας το παρελθόν
δεν είχα φαίνεται ποτέ μου το προσόν
να σου προτείνω πως αλλιώς μπορείς να ζήσεις.
Το παρελθόν διεκδικώ του έρωτα μας
τροπάρια ψέλνω συνεχώς ερωτικά
στον ουρανό μιλάω συνθηματικά
για να γιατρέψει οριστικά τα τραύματα μας.
Στον ουρανό ζητώ για να μεσολαβήσει
κι ένα σημάδι να μου δείξει μυστικό
ότι δεν είμαι κάτι το εφεδρικό
κι ότι μπορεί και μια στιγμή για να με σβήσει.
Το πιτσιρικάκι - 1976
Το
δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
Κάθεται και παίζει
Να μάθει μπαγλαμά
Και η μάνα του από το παραθυράκι
Το μαλώνει
Κι έχει πόνο στην καρδιά
Για να δούμε όταν μεγαλώσεις
Τι δουλειά θα μάθεις και θα πορευτείς
Ούτε ένα ποτήρι νερό δε θα μου δώσεις
Που έχεις γίνει έτσι, ένα με τη γης
Το δεκαπεντάχρονο πιτσιρικάκι
Και στον ύπνο ακόμη
Παίζει μπαγλαμά
Γράμματα δεν πάει τέχνη για να μάθει
Μόνο η μάνα του
Τραβάει τα μαλλιά
Το ρούχο σου το θαλασσί - 1973
Το
ρούχο σου το θαλασσί
που γκρέμισ’ ένα μαγαζί
ρήμαξε τρία σπιτικά
και μιαν αρραβωνιαστικιά
Ερήμωσε κι ένα στενό
που το `χα βράδυ να περνώ
κι αδειάσανε μια εκκλησιά
τα ρούχα σου τα θαλασσιά
Το ρούχο σου το θαλασσί
με πότισε παλιό κρασί
κάν’ το κομμάτια δεν βαστώ
και μοίρασέ το φυλαχτό
Μην
το λες και μην το δείχνεις
το σαράκι της ψυχής
γιατί κάπου αν ξεχωρίσεις
δεν στο συγχωρεί κανείς.
Της καρδιάς σου το σαράκι
μην το βλέπεις σαν εχθρό.
Ίσως να συμβεί κι εσένα
στην πληγή να βρεις γιατρό.
Αν θα μοιάσεις και μ’ εκείνους
που έζησαν νομοταγείς,
μια ζωή χωρίς κινδύνους
θα περάσεις μες στη γης.
Το σήμα κινδύνου - 2001
Το
σήμα του κινδύνου χτυπάει από προχθές
και λες πως φταίνε οι νύχτες κι οι βροχές.
Το σήμα του κινδύνου τ’ ακούς και δε μιλάς,
τ’ ακούς πενήντα χρόνια και γελάς.
Το σήμα του κινδύνου χωρίς μηχανισμό
το στόλισες καρό και μπιμπελό
για να `χεις παραισθήσεις τη δύσκολη στιγμή
πως θα `ρθουν να σε βρουν οι διπλανοί.
Το σήμα του κινδύνου παλιό κι αυθεντικό
εξάρτημά σου το `χεις γραφικό,
αφού και να χτυπήσει δε θα τ’ ακούει κανείς
κι αντίλαλος δε θα `ρθει μιας φωνής
|
Το σπίτι μου είναι μικρό - 1968
|
Το
σπίτι μου είναι μικρό
και δε χωράει η αγάπη μου
πες μου που θα `ρθω να σε βρω
Το σπίτι μένει σκοτεινό
κι έχει τη νύχτα μοίρα του
και δε χωράει τον ουρανό
Ζωή μικρή, ζωή πικρή,
πληγή με το μαχαίρι
φτώχεια, φαρμάκι, δάκρυα,
χειμώνα καλοκαίρι
Τα παραθύρια είναι φωλιές
για τα πουλιά της άνοιξης
και για τις άδειες αγκαλιές
Κι είν’ η καρδιά μου μοναχή,
κι είναι το σπίτι που άφησες
σαν νύχτα με πολλή βροχή
|
Το σπίτι στην ανηφοριά - 1972
|
Το
σπίτι στην ανηφοριά
και στο παλιό δρομάκι
Τα παραθύρια του κλειστά,
θάνατος και φαρμάκι.
Να θυμηθείς αποβραδύς
ν’ αλλάξεις δρόμο, μην το δεις,
το σπίτι στην ανηφοριά
μονάχο του μέσ’ στο βοριά.
Το σπίτι στην ανηφοριά
του φύγαν οι γειτόνοι
Και δεν περνά περαστικός
μήτε πουλί ζυγώνει.
Το συρτάρι - 1994
Στο
παλιό συρτάρι μου, της υπομονής μου
έκλεισα τα χρόνια μας που έχουν πια χαθεί,
τις φωτογραφίες σου και τις αναμνήσεις
κι όλα τα ενθύμια, που ’χαμε δεθεί.
Το συρτάρι στοίχειωσε απ’ τη μυρωδιά σου
κι ένα βράδυ τ’ άνοιξα, πριν να κοιμηθώ,
κι ένα μοναχά φτερό βρήκα απ’ τα φτερά σου
που δε φτάνει, αλίμονο, να πετώ κι εγώ.
Τώρα ούτε σπίτι πια, ούτε και συρτάρι
ν’ αποδείξει πως κι οι δυο ζήσαμε μαζί,
άλλους δρόμους πήραμε που έγιναν κουβάρι,
δεν υπάρχει τίποτα για ν’ αποδειχθεί.
Το συρτάρι στοίχειωσε απ’ τη μυρωδιά σου
κι ένα βράδυ τ’ άνοιξα, πριν να κοιμηθώ,
κι ένα μοναχά φτερό βρήκα απ’ τα φτερά σου
που δε φτάνει, αλίμονο, να πετώ κι εγώ.
Το σώμα μου είναι η ενοχή μου - 2011
Το
σώμα μου με τόσα πάθη
ζητάει να μάθει από τα λάθη
και συνεχώς ζητάει χρόνο να σωθεί
Ήσουνα το αδιέξοδό μου
κι ήσουνα κατηχητικό μου
και τώρα έγινες μαχαίρι και σπαθί.
Το σώμα μου είναι η ενοχή μου
κι έγινε βάρος στην ψυχή μου
και δεν την άφησε να πάει πιο ψηλά.
Το σώμα αυτό που δεν ελέγχω
και που είναι μόνο όσα έχω
και που σε κάθε όνειρο μου γελά.
Το σώμα αυτό κι αυτό το δέρμα
έμεινε σώμα δίχως αίμα
γι αυτό ζητάει άλλο σώμα για να πιει.
Δεν βοηθάει το ζωδιό σου
να βρω αγάπη στο σφυγμό σου
κι όλα ν` αρχίσουν τη μεγάλη ανατροπή.
Το τελευταίο αντίο - 1995
|
|
|
Το τελευταίο αντίο μου το `πες σε ένα πλοίο
πριν φύγεις γι ένα κόσμο ξένο και μακρινό
εκεί που θα σου λείπει κάθε χαρά και λύπη
κι αγέρας θα `χεις γίνει σ’ ένα μικρό στενό
Το τελευταίο αντίο το βρήκαμε γραμμένο
στους βίους των αγίων που ήταν αμαρτωλοί
που πείνασαν γι αγάπη που δίψασαν γι αγάπη
και περπατήσαν μόνοι ολόκληρη ζωή
Το τελευταίο αντίο μου το `πες απ’ το τρένο
πριν πας στην παγωμένη τη χώρα του χιονιά
εκεί που αναστενάζουν κι όσοι αγαπούν σου μοιάζουν
γιατί με τους αγγέλους είσαστε μια γενιά
Το τελευταίο αντίο το βρήκαμε γραμμένο
στους βίους των αγίων που ήταν αμαρτωλοί
που πείνασαν γι αγάπη που δίψασαν γι αγάπη
και περπατήσαν μόνοι ολόκληρη ζωή
Το τηλέφωνό μου είν’ αμίλητο
σαν το πικραμένο στόμα το αφίλητο.
Δε ρωτάς τι κάνω ούτε και πώς ζω
πώς τυχαίνει και υπάρχω δίχως να σε δω.
Τη γλυκιά φωνή σου δεν ακούω πια
λες και σ’ έχουνε ποτίσει με την απονιά.
Το τηλέφωνό μου ξέρει δυο φωνές
όταν μου μιλάς γι’ αγάπη κι όταν δεν το λες.
Το τρένο - 1980
Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη
μείναμε όλοι στο σταθμό
χαμένοι μηχανοδηγοί, χαμένη κι η σελήνη
χαμένα κι όσα είχα να σου πω.
Σβήσαν τα φώτα, πάγωσαν
και μόνον οι σειρήνες
ούρλιαζαν μες στον πυρετό.
Ντύθηκες όλα τα αίματα
και όλες τις πορφύρες
και `κείνα πού `χα χρόνια να σου πω.
Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη
το τρένο αυτό του τραγουδιού
γεράσαμε γονατιστοί μπρος στην ασετιλίνη
στο ψεύτικο ταξίδι του μύθου μας του κρυφού.
|
Το τρένο φεύγει στις οχτώ - 1968
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
να μη θυμάσαι στις οχτώ
να μη θυμάσαι στις οχτώ
το τρένο για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
Σε βρήκα πάλι ξαφνικά
να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρη
να `χεις δικά σου μυστικά
να `χεις δικά σου μυστικά
και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει
νύχτα δε θα `ρθει σ’ άλλα μέρη
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
Το τσίρκο του κόσμου - 1993
Σ’ είδα μια νύχτα θολή
σαν τίγρη στο χιόνι
λες και σε τσίρκο πως ζει
και μαραζώνει
Μα είν’ το τσίρκο ψηλά μ’ ουρανούς αγκαλιά
κι ουρανούς που γυρεύεις
φώτα γιορτής μουσικές πες μου όμως τι θες
κι από τι κινδυνεύεις
Σ’ είδα μια νύχτα θολή
στο τσίρκο του κόσμου
και δίπλα γονατιστός
ο εαυτός μου
Μα είν’ το τσίρκο ψηλά μ’ ουρανούς αγκαλιά
κι ουρανούς που γυρεύεις
φώτα γιορτής μουσικές πες μου όμως τι θες
κι από τι κινδυνεύεις
Το ψωμί μου είναι γλυκό - 1968
Τον πρώτο χρόνο φάμπρικα
τον άλλον στα ψυγεία
χωρίς να θέλω βρέθηκα
μες στα μηχανουργεία
Μα το ψωμί μου είναι γλυκό
και το κρασί ζαλίζει
τώρα που έ τώρα που έμαθα κι εγώ
η ρόδα πως γυρίζει
Την πρώτη μέρα γέλασες
την άλλη μου μιλούσες
χωρίς να ξέρω έπαιρνα
το δρόμο που γυρνούσες
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ - 2011
|
Τον κόσμο που αγαπώ εγώ
τον έχω για να ισορροπώ.
Γιατί αλλιώς θα ΄ταν αιτία
Να ζήσω μες στην αμαρτία.
Τον κόσμο που κι εγώ μισώ
Τον έχουμε μισό-μισό.
Όμως τον κόσμο που σου ανήκει
Εσύ τον έχεις με το νοίκι.
Είχα διάλογο κι εγώ
έναν καιρό με το Θεό.
Μα είδα μια στιγμή, δε θέλει.
Μου το απαγόρευσαν οι αγγέλοι.
Τον ουρανό που σου `ταξα - 2001
Τον ουρανό που σου `λεγα
κι αυτόν που σου `χα τάξει
τον είχα μόνο στ’ όνειρο
και σε παλιά χαρτιά
Γι’ αυτό και σ’ τον ζωγράφισα
μ’ ασήμι και μετάξι
κι έτσι η αγάπη έγινε
πουλάκι στη φωτιά
Τον ουρανό που γύρεψα
να βρω στην αγκαλιά σου
τον βρήκα μόνο μια στιγμή
μα ήταν σαν βυθός
Ήταν βυθός μιας θάλασσας
με τ’ αμαρτήματά σου
εκεί που μήτε άνθρωπος
δεν ζει μήτε θεός
Τον ουρανό που σου `ταξα
ήταν για τους αγγέλους
ήταν γι’ αυτούς που φύγανε
μονάχοι μια νυχτιά
Που δώσανε συγχώρεση
και βρήκαν επιτέλους
μια πέτρα να καθίσουνε
στην άγια ερημιά
Τον ουρανό που γύρεψα
να βρω στην αγκαλιά σου
τον βρήκα μόνο μια στιγμή
μα ήταν σαν βυθός
Ήταν βυθός μιας θάλασσας
με τ’ αμαρτήματά σου
εκεί που μήτε άνθρωπος
δεν ζει μήτε θεός
Του έρωτα όλα τα φίλτρα - 2016
Του έρωτα όλα τα φίλτρα
στην τσέπη σου κρυμμένα.
Στο παντελόνι σου τα `χεις ραμμένα
με τις κλωστές που δίνει μόνο η νύχτα.
Και `γω που είχα τ’ όνομά σου καβάτζα
να παίρνω θάρρος και κουράγιο.
Στον κόσμο αυτό που είναι πια ναυάγιο
δεν έχω τώρα πού να πω ένα γεια σου.
Όλα δικά σου.
Κι η αγάπη φαίνεται σκουριάζει
σαν τα καρφιά που `ναι στο χώμα.
Τίποτα πια δε θα `χει χρώμα
αν κάπου ο έρωτας στενάζει.
Κι όταν ο άνθρωπος μεθύσει
άλλος γελά και άλλος κλαίει.
Σε τίποτα κανείς δε φταίει
αν κάπου, κάποιον αγαπήσει.
Του έρωτα όλα τα φίλτρα
στην τσέπη σου κρυμμένα.
Στο παντελόνι σου τα `χεις ραμμένα
με τις κλωστές που δίνει μόνο η νύχτα.
|
Του κάτω κόσμου τα πουλιά - 1974
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά
Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά
Του κόσμου μάνα - 2003
Του καθενός μου,
του φίλου μου του κόσμου
είναι ο σταυρός δικός μου
γιατί είμαι θύμα
σ` αυτόν εδώ τον κόσμο
και μ` έχουν όλοι κτήμα
Τον κόσμο μάνα το κόσμο πήρα σβάρνα
σε μια ζωή ζητιάνα
να βρω ευθύνη και τη δικαιοσύνη
να μάθω ποιος τη δίνει
Το πρόσωπο μας
μες το μαρτύριο μας
αυτό δεν ειν` δικό μας
και στους καθρέφτες
δικές μας λεν κουβέντες
οι ψεύτες και οι κλέφτες
Τον κόσμο μάνα το κόσμο πήρα σβάρνα
σε μια ζωή ζητιάνα
να βρω ευθύνη και τη δικαιοσύνη
να μάθω ποιος τη δίνει
Του Χάρου η μάνα - 1976
Του Χάρου η μάνα κάθισε σε δρόμο κι ανηφόρι
κι απ’ τον πολύ αναστεναγμό, πήραν τα σπίτια μαρασμό
τα δέντρα ξεροβόρι.
Στέλνει γραφή στην Παναγιά και στον μονογενή της
τρακόσιοι πάνε συνοδειά και χίλιοι εκράτουν τα σπαθιά
πού `χαν οι λογισμοί της.
Μα η Παναγιά κεντάει πουλιά σε μαρμαρένια βρύση
κι ο γιος της της χαμογελά.
Του Χάρου η μάνα δε μιλά, δε θα ξαναμιλήσει
Τούτο το χώμα - 1983
Τούτο το χώμα που το πατώ
μ’ έχει κάνει ν’ αγανακτήσω
κι αρπάω την τσάπα και το χτυπώ,
άλλο βήμα δε θα κάνω πίσω,
κι αρπάω την τσάπα και το χτυπώ,
άλλο βήμα δε θα κάνω πίσω.
Το χώμα έχει στόμα και βγάζει μια κραυγή,
Θεέ μου, αχ και πώς να την αντέξω,
το χώμα είναι στρώμα και πέφτω μέσ’ στη γη,
ζωή, μαζί σου άλλο δε θα παίξω.
Τούτο το χώμα που το πατώ
μ’ έχει κάνει ν’ αγανακτήσω,
βγαίνει η λάμψη απ’ τον ουρανό
μα το γόνατο δε θα λυγίσω,
βγαίνει η λάμψη απ’ τον ουρανό
μα το γόνατο δε θα λυγίσω.
Το χώμα έχει στόμα και βγάζει μια κραυγή,
Θεέ μου, αχ και πώς να την αντέξω,
το χώμα είναι στρώμα και πέφτω μέσ’ στη γη,
ζωή, μαζί σου άλλο δε θα παίξω.
|
Τραγούδι για καφενεία - 1983
Στα
τζάμια τα θολά κεντάει τ’ αγιάζι
καράβια και πουλιά του ποταμού,
χρυσές κλωστές στον ύπνο μου σκεπάζει
με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού.
Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
μα συ σαν σπίτι καίγεσαι παλιό,
σε λένε Κώστα, Ιάκωβο κι Αργύρη
και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει
δελφίνι κεντημένο σε πηλό.
Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία,
δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές.
Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή,
μαρμαρωμένοι ναύτες ένα βράδυ
στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
και χόρεψαν μαζί με την αυγή.
Τα χάρτινα πουλιά δε σε ξαφνιάζουν
μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά,
στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
καθρέφτες που ποτέ δε σε κοιτάζουν
με την πικρή αμαρτία που ξυπνά.
Ο ένας τοίχος κίτρινος σαν θειάφι
κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής,
όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει
παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
και δεν το συλλογίζεται κανείς.
Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
κι ο θάνατος δικός μας την αυγή,
έναν καιρό θα γράψεις τη χαρά μας
και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή.
Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
με δυο σπαθιά στα μάτια καρφωτά,
μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω
απ’ τη στερνή σου εικόνα που αλυχτά.
Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
και ξέχασες τους δρόμους που περνάς,
νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει,
μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
χολή στους καφενέδες που γερνάς.
Κοιμήσου πια και γείρε σαν το στάχυ.
Δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές.
Θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
στα καφενεία και στις ρεματιές
Τρεις
η ώρα νύχτα ήρθες να με βρεις
χάθηκε ο κόσμος να `ρθεις πιο νωρίς
άσε τις εφόδους πάλι και τις απειλές
Να μην έχουμε ζημιές
Ξένο κόσμο βάζεις και τηλεφωνεί
κι άλλοτε μ’ άλλάζεις μάγκα τη φωνή
άσε τις εφόδους πάλι και τις απειλές
να μην έχουμε ζημιές
Ερωτήσεις κάνεις για τον βίο μου
να βρεις αποδείξεις εναντίον μου
άσε τις εφόδους πάλι και τις απειλές
Να μην έχουμε ζημιές
Τρία ποτάμια - 1976
Τρία
ποτάμια τρεις φορές πέρασαν στην καρδιά μου
και κλέψανε τα νιάτα μου και πήραν τη χαρά μου.
Τό `να ποτάμι ήταν θολό και τ’ άλλο αγριεμένο
το τρίτο έσερνε καημούς και δάκρυ μαυρισμένο.
Πήγα κι εγώ να πιω νερό, πήγα να ξεδιψάσω
τρία ποτάμια πάτησα και τρία να περάσω.
Τό `να μου πήρε την καρδιά και τ’ άλλο τη φωνή μου
στο τρίτο που ήσουνα κι εσύ έχασα τη ζωή μου.
Τρίτο ουίσκι τρίτο λάθος
Έκρυψα
τον εαυτό μου
κάτω από το πάτωμα
ποιος το θέλει για να βλέπει
μ' όσα πρέπει και δεν πρέπει
μια ζωή τσαλάκωμα.
Τι μπορεί να με γιατρέψει
τώρα που νικήθηκα
τιμωρό κορμί και σκέψη
σ' ότι θα με καταστρέψει
κι έτσι λησμονήθηκα.
Τρίτο ουίσκι, τρίτο λάθος, σ' αγαπώ
στο τέταρτο, λάθος και το τέταρτο.
Λογική που απαγορεύει το κορμί να κρέμεται,
σ' ότι πια δε λέγεται, να καίγεται.
Έκρυψα τον εαυτό μου
ντοκουμέντα σβήστηκαν
πως μπορώ να σε κερδίσω
κι ύστερα να υπερασπίσω
όσα δεν γκρεμίστηκαν.
Μύρισε φιλιά το στόμα
κι ο ντουνιάς ανθόνερα.
δεν σε γνώρισα ακόμα
κι ας κοιμάμαι σ' ένα στρώμα
που δεν βλέπει όνειρα.
Τρίτο ουίσκι, τρίτο λάθος, σ' αγαπώ
στο τέταρτο, λάθος και το τέταρτο.
Λογική που απαγορεύει το κορμί να κρέμεται,
σ' ότι πια δε λέγεται, να καίγεται
|
|
Τσακισμένη φωτογραφία - 1999
|
Τσακισμένη παλιά φωτογραφία
που μόλις αναπνέει στο πορτοφόλι,
σαν άρρωστη χαμένη ευτυχία
που ήταν μια φορά σαν περιβόλι.
Τσακισμένη παλιά φωτογραφία,
τη σέρνω και με σέρνει στο γκρεμό της.
Στο πίσω μέρος γράφει τα στοιχεία
πως ήμουνα κι εγώ συνταξιδιώτης.
Φωτογραφία που βγάλαμε οι δυο μας,
προτού σημάνει η ώρα το χαμό μας.
Πως ήσουν φαντασία και μια πλάνη
αργά το πήρα είδηση μια νύχτα,
κι ας μου `λεγες πως ήσουν το λιμάνι
και ξέρεις τα χαρτιά σαν χαρτορίχτρα.
Τσακισμένη παλιά φωτογραφία,
τη σέρνω και με σέρνει στο γκρεμό της.
Στο πίσω μέρος γράφει τα στοιχεία
πως ήμουνα κι εγώ συνταξιδιώτης.
Φωτογραφία που βγάλαμε οι δυο μας,
προτού σημάνει η ώρα το χαμό μας
Τυχαίες συναντήσεις - 1985
Είν’ άνθρωποι που δε θα βρεις
και μήτε θα τους αγαπήσεις
και κάποιοι που ήρθαν πιο νωρίς
για τις μεγάλες συναντήσεις.
Εσύ μαγεύεις τη βροχή
και ρίχνεις τα χαρτιά για μένα
και βρίσκεις μες στα μαγικά
τα χρόνια μου τα σκοτωμένα.
Σε κάποιο μπαρ ενός σταθμού
πηγαίνω να σε συναντήσω,
το φάντασμά σου όμως παντού
μου λέει να γυρίσω πίσω.
Με εκείνα μοιάζεις που αναιρώ
κι εσύ ποτέ δε θα γνωρίσεις,
γιατί σκοτώνουν τον καιρό
πάντα οι τυχαίες συναντήσεις.
Γι’ αυτό και ψάχνω να σε βρω
εκεί που δε θα με ζητήσεις.
Σε ζητούσα επιμόνως
κι είχε πια περάσει χρόνος,
να μού ρίξεις μια ματιά,
τέλος πάντων, τέλος πάντων,
ήταν των Αγίων Πάντων
κι αποφάσισα βουτιά.
Ώρα δώδεκα με δύο είχες πιάνο στο ωδείο
και στις πέντε, Γαλλικά
κι είπα, για να μην ξεχάσω, το βιολί να ξαναπιάσω,
που `χε αράχνες μιαν οκά,
πιάνο εσύ κι εγώ βιολάκι και το μάθημα νεράκι,
με τον Μπαχ και τον Σωπέν,
στον φωταγωγό Μαρίες και δυο διπλανές κυρίες,
κάθονται κι ακούν και κλαιν.
Να μην τα πολυλογούμε,
είπαμε να παντρευτούμε
και ν’ ανοίξομε δουλειές,
συναυλίες και κοντσέρτα
μα εσύ μονάχα σκέρτσα
μού `κανες και σκανταλιές.
Σού εξηγούσα επί τούτου πως, ο άνθρωπος, το νου του
δεν τον έχει μόνο εκεί,
είπαμε να το χορτάσεις αλλά όχι και να σκάσεις
από το πολύ φαΐ,
πιάνο εσύ κι εγώ βιολάκι και το μάθημα νεράκι,
με τον Μπαχ και τον Σωπέν,
στον φωταγωγό Μαρίες και δυο διπλανές κυρίες,
κάθονται κι ακούν και κλαιν
Τώρα κρύψε τ΄ όνομά σου - 1974
Μέσα στη μικρή καρδιά σου
πέρασε ο κουρνιαχτός
τώρα κρύψε τ’ όνομά σου
κι ειν’ ο δρόμος ανοιχτός
μόνο μέσα στα όνειρά σου.
Τώρα σε φυλάνε σκύλοι
και σε καρτερούν ληστές
δέντρα γίναν όλοι οι φίλοι
μπρος στις πόρτες τις κλειστές
άγρια χόρτα και τριφύλλι.
Τώρα λες πως διασκεδάζεις - 1991
Στη γιορτή σου κάθε χρόνο με είχες στο χρυσό το θρόνο
και το σπίτι μες στα φώτα είχε πνιγεί,
ώσπου κάποιος επισκέπτης ήταν ο μοιραίος φταίχτης
να μας δείξει μιαν αόρατη πληγή.
Τώρα λες πως διασκεδάζεις
κάθε μέρα πως γιορτάζεις
τώρα λες, μα πού τα λες τόσα πολλά.
Θά `ρθει κι η δική σου πτώση
που θα δεις να ξημερώσει
όχι μέρα μα μια νύχτα πιο βαθιά.
Πάντα στα γενέθλιά σου όσα χρόνια ήμουν κοντά σου
τα κεράκια σου τα σβήναμε μαζί,
ώσπου μια σκιά στο βάθος όλο ζήλεια κι όλο πάθος
φωτογράφισε γελώντας τη σκηνή.
Τώρα που θα φύγεις - 1974
Τώρα που θα φύγεις
πάρε μαζί σου για φυλαχτό
μυρτιά και πικροδάφνη
και της Φραγκογιαννούς τα πάθη
Και στρώσε τη ζωή σου
μ’ αγρύπνια και μαράζι
για του καιρού τ’ αγιάζι
και για την αμοιβή σου
νερό του παραδείσου θα γινώ
Τώρα που θα φύγεις
πάρε μαζί σου και το Χριστό
Τώρα στα ογδόντα έξι - 1991
Τό `να πόδι πάνω στ’ άλλο
και στο στήθος συννεφιά
κι η φωτογραφία δείχνει
φόντο την Αγιά Σοφιά.
Τώρα στα ογδόντα έξι
δίχως σπίτι και σκεπή
σ’ άνθρωπο δε λες μια λέξη
κι όλα τα `χεις για ντροπή.
Και μιλάς με τους αγγέλους
μήπως κάπου και σταθείς
μήπως πάρεις διορία
και δεν πας να σκοτωθείς.
Στα βουνά της Αλβανίας
με τσιγάρο σέρτικο
σ’ έχω μια φωτογραφία
με ένα γέλιο ψεύτικο.
Τ’ ανεκτίμητα (το περιθώριο) - 1995
Τι τα θέλεις τα διαμάντια μες στις ερημιές;
Τα παγώνια και τ’ αηδόνια μέσα στις οχιές;
Τα σημάδια της ζωής μας είν’ ατίμητα,
δε χρειάζονται σφραγίδες τ’ ανεκτίμητα.
Τι τα θέλεις τόσα λόγια στη μεθόριο
αφού είμαστε κι οι δυο μας περιθώριο;
Τι τα θέλεις και τα γράφεις τόσα σφάλματα;
Τα ημερολόγιά σου είν’ εντάλματα.
Για τους άλλους είναι τ’ άλλα τ’ αδικήματα,
γιατί εμείς θα δικαστούμε απ’ τα αισθήματα.
Τι τα θέλεις τόσα λόγια στη μεθόριο
αφού είμαστε κι οι δυο μας περιθώριο;
Φεγγάρι μακρινό - 1985
Φεγγάρι μακρινό
και τόσο σκοτεινό
φεγγάρι ξεχασμένο
στα πέλαγα ριγμένο
που βλέπεις ποιοι πονάνε
και ποιοι δεν προσκυνάνε
που βλέπεις ποιοι χτυπάνε
την πόρτα την κλειστή
πώς να σ’ το πω
πώς να σ’ το πω
Φεγγάρι λαμπερό
και πάντα σιωπηλό
φεγγάρι ταξιδεύεις
τη νύχτα μας γυρεύεις
που βλέπεις ποιοι πονάνε
και ποιοι δεν προσκυνάνε
που βλέπεις ποιοι χτυπάνε
την πόρτα την κλειστή
πώς να σ’ το πω
πώς να σ’ το πω
Φτερά γυρεύω - 2011
Τον κόσμο πες μου πως ν’ ανατρέψω
και πως ν’ αλλάξω παρελθόν...
Που έχω ακόμα σ’ όλο το σώμα
πληγές φιλιά ενός κραγιόν
Φτερά γυρεύω να ταξιδεύω σε καινούριους ουρανούς...
Πόλεις και χώρες που έχουν τις ώρες και δεν τις φτάνει ούτε νους...
Ρόλος κομπάρσου ήμουν κοντά σου
φλέβα που είχε πια κοπεί...
Ισορροπούσα με όσα ζούσα
και μ’ όσα δε μου είχες πει...
Φτερά γυρεύω να ταξιδεύω σε καινούριους ουρανούς...
Πόλεις και χώρες που έχουν τις ώρες και δεν τις φτάνει ούτε νους...
Φτερά γυρεύω να ταξιδεύω σε καινούριους ουρανούς...
Πόλεις και χώρες που έχουν τις ώρες και δεν τις φτάνει ούτε νους..
Φυλλαράκι φυλλαράκι - 1991
Ούτε οι άνθρωποι πετάνε
ούτε τα βουνά μιλούν
κι ούτε που ακούστηκε με δάκρυα
πως τα δέντρα ξεδιψούν.
Ούτε οι άνθρωποι πετάνε
ούτε τα βουνά μιλούν.
Φυλλαράκι φυλλαράκι
την καρδιά μου μάδησες
όπως κάναν σ’ άλλα χρόνια
οι σκληρές οι μάγισσες.
Μην επιμένεις να ποντάρεις
σε χαρτί που έχει καεί
μα πες μου πώς, πώς θα ξαναπάρεις
τη ζωή απ’ την αρχή.
Μην επιμένεις να ποντάρεις
σε χαρτί που έχει καεί.
Φύλλο φύλλο ξεφυλλίζω - 2004
Κάποιοι άγγελοι θλιμμένοι που `ναι μες στις εκκλησιές
όλοι τους ζωγραφισμένοι με καημούς και με σιωπές,
κρύβουν στα χιτώνιά τους τα χρυσάφια των βυθών
κι όλο λεν τα πάτερμά τους στα παλάτια των φτωχών.
Φύλλο φύλλο ξεφυλλίζω τα χαρτιά της μοναξιάς
κι όλο σου καταλογίζω όλ’ αυτά που σπαταλάς,
τα φτερά και τα χρυσάφια δυστυχώς και τα σκορπάς
και αλλού κοιμάσαι βράδυ και αλλού πρωί ξυπνάς.
Κάποιοι άγγελοι της νύχτας με φτερούγες ανοιχτές
τρέχουν όταν τους φωνάξουν οι γονατιστές ψυχές,
έτσι ήρθες ένα βράδυ για να παρηγορηθώ
κι έδωσες τ’ ανθόνερά σου μες στη δίψα μου να πιω.
Φύλλο φύλλο ξεφυλλίζω τα χαρτιά της μοναξιάς
κι όλο σου καταλογίζω όλ’ αυτά που σπαταλάς,
τα φτερά και τα χρυσάφια δυστυχώς και τα σκορπάς
και αλλού κοιμάσαι βράδυ και αλλού πρωί ξυπνάς.
Χακί κουβέρτα - 2017
Ο δρόμος για την Κατερίνη
περνούσε πρώτα από την καρδιά μου
στο λασπωμένο το σταθμό.
Σκληρές στιγμές ήταν εκείνες
που οι στρατιώτες κι οι σειρήνες
τρυπούσανε τον ουρανό.
Με μια παλιά χακί κουβέρτα
ξανάρχιζα κι εγώ κουβέντα
να ξεγελάω τον καιρό.
Μα ήταν μακριά η Κατερίνη
κι ο πόλεμος και η ειρήνη
κι όσα ζητούσα για να βρω.
Έριξα το αίμα της ψυχής μου
πάνω στην πέτρα της ζωής μου
κι η πέτρα έβγαλε νερό.
Κι ο δρόμος για την Κατερίνη
μια πόρτα είναι που δεν κλείνει
σ’ αυτό το δύσκολο καιρό.
Με μια παλιά χακί κουβέρτα
ξανάρχιζα κι εγώ κουβέντα
να ξεγελάω τον καιρό.
Μα ήταν μακριά η Κατερίνη
κι ο πόλεμος και η ειρήνη
κι όσα ζητούσα για να βρω.
Φέρνει μπουγάζι η Εγνατία μ
α ποιος κοιτάζει την αιτία
που φύτρωσαν σπαθιά στη γη.
Ο δρόμος είναι του πολέμου
και τ’ άστρα ετούτα του ανέμου
για ν’ ακονίζεις μια ζωή.
|
Χάρισα καρδιά και σώμα - 2013
|
Σε καιρό αμαρτωλό
βρήκα να χαμογελώ
και τα λόγια μου πουλώ
μα δε βρίσκω αγοραστή
που για τέτοια θα νοιαστεί
όλοι θέλουν τη χαρά
δωρεάν και με φτερά
ποιος ζητάει ν’ αγοράσει
λόγια που τα λεν κομπάρσοι.
Χάρισα καρδιά και σώμα
και τη σκόνη από το χώμα
που την πάτησες για στάχτη
και ας ήτανε χρυσάφι
τον αέρα σου χαρίζω
και όλα εκείνα που ελπίζω
σου χαρίζω το παρόν
και όλο μου το παρελθόν.
Όλα πάρτα χάρισμά σου
όλα πάρτα για δικά σου.
Περπατώ παραπατώ
σ’ ένα κόσμο ζιγκολό
και σε κόσμο απατηλό
λόγια της υπομονής
λένε στους ιθαγενείς
ζω με τέρατα και οχιές
και σε μαύρες εποχές
και όσοι ζούνε στις επάλξεις
θα χαθούν με ανατινάξεις.
Χάρτινα καράβια
Τα καράβια μου δε με πήγαν πουθενά
ήταν χάρτινα στα λιμάνια σου μπροστά
κι έτσι μένεις όνειρο κι εσύ μ’ αυτά
στα παιχνίδια μου, τώρα πια τα παιδικά.
Πώς ν’ αλλάξουμε πατρίδα
πώς ν’ αλλάξω αγάπη και ζωή
που θα πρέπει σ’ άλλη γλώσσα
να μιλούν τα μάτια κι η ψυχή.
Τα τραγούδια μου είναι γυάλινα πουλιά
στης πατρίδας μου τα μαρμάρινα σκαλιά
και σημάδι τα `χουν όλοι να γελούν
που για σένανε τρυφερά ξαναμιλούν
Σαν εικόνισμα που ήταν χρόνια μες στη γη
την αγάπη μου βρήκα εγώ τη μυστική
και την έχω τώρα και την προσκυνώ
δίπλα σ’ άγιους και δίπλα πάντα στο Χριστό.
Χίλιοι φυλάνε
Την ώρα που `πε κι η γραφή
σκοτείνιασε κι η πλάση
δεν ήτανε χαρά κρυφή
νύχτα να σε σκεπάσει
Χίλιοι φυλάνε στα στενά
χίλιοι στο πέρασμά του
του βγάζουν πρώτα ότι πονά
κι ύστερα την καρδιά του
Φυτεύουνε ψηλό σταυρό
και τον καρφώνουν πάλι
κι απ’ το σταυρό βγαίνει νερό
και μια φωνή μεγάλη
Χίλιοι φυλάνε στα στενά
χίλιοι στο πέρασμά του
του βγάζουν πρώτα ότι πονά
κι ύστερα την καρδιά του
|
Χρόνια σαν βροχή - 1976
Άσε
τις παρεξηγήσεις
σ’ το `χω πει τόσες φορές
μη γυρεύεις εξηγήσεις
μη ζητάς αναφορές
Χρόνια σαν βροχή μες στην άδεια μου ζωή
μη μου φαρμακώνεις άλλο την ψυχή
χρόνια ορφανά μες στην ίδια γειτονιά
μη μου φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
Ο καημός σου είναι μαχαίρι
κι η αγάπη σου γυαλί
κάποια μέρα κάποια ώρα
θα με κλείσεις φυλακή
Χρόνια σαν βροχή μες στην άδεια μου ζωή
μη μου φαρμακώνεις άλλο την ψυχή
χρόνια ορφανά μες στην ίδια γειτονιά
μη μου φαρμακώνεις άλλο την καρδιά
|
Χρόνια σαν τριαντάφυλλα - 2007
Χρόνια
σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία.
Τα δένδρα που ήταν άνθρωποι έχουν μαρμαρωθεί.
Χιόνι παλιό και μάλαμα, σαν ακριβή φιλία,
κορίτσια που γεννήθηκαν κρατώντας το σπαθί.
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου.
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά.
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου τη λες με τ’ όνομά σου.
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωά.
Χρόνια πολλά, απ’ το ’20 είν’ η λιθογραφία *
σερβίρονται τα παγωτά, καφέδες αχνιστοί.
Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία,
εκεί που ζουν οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί.
*[Πρβλ. το στίχο στο βιβλίο με τα τραγούδια του Ελευθερίου (σ. 438):
"Σαν καρτ ποστάλ του είκοσι και σαν λιθογραφία"]
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου.
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά.
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με τ’ όνομά σου.
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου