.

.
.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Μάνος Ελευθερίου ..... 4

















Ποια κρεβάτια ζεσταίνεις - 2013
Μουσική:  Άρης Βλάχος

1.



Πού να βρίσκεσαι τώρα και πώς άραγε ζεις,
σε ποιον κόσμο, ποια χώρα, σε ποιο χρόνο, ποια ώρα
και με ποιον θα συζείς.

Έχω ζήσει στη στάχτη και πιο κάτω απ’ τη γη
περιμένοντας να’ ρθεις μα ποτέ δε μου γράφεις
πού υπάρχει ζωή.

Ποια κρεβάτια ζεσταίνεις, σε ποιες κάμαρες ζεις,
πόσες σχέσεις καρφώνεις, πιες αγάπες σταυρώνεις
της παλιάς σου ζωής.

Πόσους ρόλους θα παίξεις σε μια ξένη σκηνή
που θα πρέπει ν’ αντέξεις όσα κρύβουν οι λέξεις
κι ό,τι κρύβει η ζωή.

Κι αν ζωή κάπου υπάρχει, κάπου υπάρχει και φως
τατουάζ σ’ ένα δέρμα που `χω γράψει με αίμα
γιατί ζω μοναχός.

Τατουάζ τ’ όνομά σου στο μυαλό, στο κορμί
όλα ήταν δικά σου και γι’ αυτό θα δικάσουν
και ψυχή και κορμί.

Ποιοι είμαστε εμείς - 1994

1.



Για τις αγάπες που έχουν σβήσει
πολλοί μας έχουν τραγουδήσει
καημούς μιας τύχης ορφανής.
Όμως για κάποιους που πονούνε
κι από μια σπίθα μόνο ζούνε
ποτέ δε μίλησε κανείς.

Μα εσύ ρωτάς
γιατί ζητάμε
ξένα φτερά για να πετάμε
ξένα φτερά μιας άλλης γης.
Ποιοι είμαστε μεις για ν’ απαιτούμε
στο ουρανό μόνο να ζούμε
ποιοι είμαστε μεις.

Εύκολο είναι πια να ζήσεις
να βγεις και να κατηγορήσεις
εύκολο είναι να μιλάς.
Ο κόσμος γράφει και ξεγράφει
ξεχνά, θυμάται, κάνει λάθη
μα πάντα δίπλα του περνάς.

Ποιος είσαι - 1979
Μουσική:  Νίκος Λαβράνος

1.



Θα ΄ρθεις αργά στη ζωή μου μια νύχτα
σαν άστρο και σαν μαχαίρι,
θα ΄ρθεις αργά σαν αέρας τη νύχτα
σαν κάτι που δε με ξέρει.

Ποιος είσαι λοιπόν που προσμένω
και πάντα ζωγράφιζα τα φιλιά σου,
ποιος είσαι που ζω μ΄ένα ξένο
και πάντα ανασαίνω στα βήματά σου.

Έστω λοιπόν θα μείνεις
μια δίψα μες στον πυρετό,
έστω λοιπόν ας μείνεις
αέρας σε σπίτι κλειστό.

Ποιος είσαι λοιπόν που προσμένω
και πάντα ζωγράφιζα τα φιλιά σου,
ποιος είσαι που ζω μ΄ένα ξένο
και πάντα ανασαίνω στα βήματά σου.

Ποιος καημός μεγάλος - 1984

1.



Ποιος καημός μεγάλος
μου χτυπάει την πόρτα,
πες μου για ν’ ανάψω
της αυλής τα φώτα.

Μόνο στ’ όνειρό μου έρχεσαι κοντά μου
κι όταν ξημερώνει φεύγεις μακριά μου.
Είπα να σου στείλω γράμμα συστημένο,
όμως θα τ’ ανοίξεις ή θα πάει χαμένο;

Ποιος καημός μεγάλος
μου χτυπάει την πόρτα,
πες μου για ν’ ανάψω
της αυλής τα φώτα.

Ποιος καημός μεγάλος
μου κρατάει την τύχη
και δεν την αφήνει
κάτι να πετύχει

Ποιος σε χαίρεται - 2000

1.



Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
κι από τις διαταγές σου
τώρα κρέμεται
Τι του δείχνεις, τι του δίνεις
και γονάτισε
κι όλες τις χαρές του κόσμου
τις παράτησε

Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
κι έχει σκύψει το κεφάλι
και δε φαίνεται
Είσαι από τις περιπτώσεις
τις αχτύπητες
που πατάς συγχρόνως όλες τις ταχύτητες

Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
και μονάχα που σ’ αγγίζει
πάντα καίγεται
Που δεν ξέρει με ποιο τρόπο
να σου φέρεται
κι όμως κάποιος σε καπνίζει
και σε χαίρεται

Ποιος τη ζωή μου - 1974

1.



2.



Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα

Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;

Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

Πολλές σημαίες - 2007

1.



Πολλές σημαίες στη ζωή μας κουρελιάστηκαν,
με δέκα ονόματα μας πήραν τα καράβια,
και μοιάζουμε ύποπτοι στο σπίτι τους που πιάστηκαν
την τηλεόραση κοιτάζοντας τα βράδια.

Πολλές σημαίες στα καράβια μας αλλάξαμε.
Πολλά ονόματα τους δώσαμε τις νύχτες.
Μα το λιμάνι της αγάπης δεν το φτάσαμε,
αλλού μας πήγαιναν, αλλού μας πήγαιναν
τα κύματα οι αλήτες.

Πολλές σημαίες στη ζωή μας προσκυνήσαμε,
μας βρήκαν άπονοι καιροί και περιστάσεις,
κι αν στην αγάπη κάποιο βράδυ γονατίσαμε,
πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα ζητούσαμε προτάσεις.

Πολλές σημαίες στα καράβια μας αλλάξαμε.
Πολλά ονόματα τους δώσαμε τις νύχτες.
Μα το λιμάνι της αγάπης δεν το φτάσαμε,
αλλού μας πήγαιναν, αλλού μας πήγαιναν,
τα κύματα οι αλήτες.

Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω - 2011

1.



Όπου και να μ` άγγιζες πονούσα
κι άνοιγες στο σώμα μου εγκαύματα.
Μ` όλο μου το αίμα σ` αγαπούσα
και σαν άστρο πάντα σε κοιτούσα
μέσα απ` της ζωής μου τα χαλάσματα.

Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω
σ` εναν κόσμο άπονο.
Μόνο η θάλασσα δεν έχει
πίκρες και παράπονο.
Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω
δεν το συζητήσαμε.
Μεσ` τα όνειρά μας μόνο
δίπλα περπατήσαμε.

Σ` ένα σάπιο παίξαμε σανίδι
και στο τέλος όλα πια τα χάσαμε.
Λες και ήταν τυχερό παιχνίδι
σ` ένα δήθεν όμορφο ταξίδι
και γι` αυτό στο τίποτα εφτάσαμε.

Πρόλογος για τον Αθανάσιο Διάκο - 1974

1.



Δεν ήταν περιβόλι και τριφύλλι,
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
καράβι κουρσεμένο στο Νοτιά
και της αγάπης δάκρυ στο μαντήλι.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Γραμματικός στη Λάρισα με γρόσα
στα Χίλια Εφτακόσια Ογδόντα Οκτώ,
δεν ήτανε για τη δική σου γλώσσα
και να κρατάς το στόμα σου κλειστό
που πριν να βγεις στον κόσμο σε κυκλώσαν.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Ζωνάρι πορφυρό κι αρματολίκι
κι αλογατάκι μαύρος ουρανός,
προτού να πάρεις ό,τι σου ανήκει
στα Γιάννενα θα ξαναπάς γαμπρός
και θα μετράς τον κόσμο δίχως νίκη.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Περαστικός μια μέρα στην Αυλώνα
εγύρισες τα μάτια στην καρδιά
κι είδες ποτάμι να `ρχονται τα χρόνια
παλικαράκι μες στη Λιβαδειά
εντύθηκες στο μαύρο αρραβώνα.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Στο κάστρο του Αλή και στους μπαξέδες
πρώτη φορά θ’ ακούσεις μια φωνή
και θα το μάθεις πια το "Ίτε παίδες"
την πόρτα που θ’ ανοίξεις στη ζωή,
λόγια πικρά θα λες στους καφενέδες.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Το φως μες στην καρδιά φαρμακωμένο
σημάδεψε την πόρτα του φονιά
μα εγώ θα μείνω εδώ να περιμένω
για να σε βρω ξανά σε παγανιά
την ύστερη φορά που θα διαβαίνω.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Και θα `σαι περιβόλι και τριφύλλι
τριάντα τρία χρόνια στη σειρά
στης λησμονιάς το χώμα σαν καντήλι,
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
μ’ αλφαβητάρι και με καριοφύλι.

Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.

Πρώτη Δεκέμβρη - 1978
Μουσική:  Γιάννης Σπανός

1.



2.



Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη
είναι μεσάνυχτα βαθιά
κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει

Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θά `χω καινούργιες υποσχέσεις

Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
εδώ σαν πιάνει να φυσά
θυμίζει Μάρτη στον Περαία

Πώς να κερδίσω ένα κορμί - 2017

1.



Πώς να κερδίσω ένα κορμί
αφού μια δύσκολη στιγμή θα μ’ αρνηθεί.
Ποια πληρωμή και ποια αφορμή
χρειάζεται κάποιο κορμί να κερδηθεί.

Πώς να κερδίσω ένα κορμί
σε μετρητά και πληρωμή και ποια τιμή.
Πώς να κερδίσω την χαρά
που είναι μόνο μια φορά χωρίς φτερά.

Τι έχει δίκαια μοιραστεί για αυτόν
που μόνο θα πιαστεί σε μια κλωστή.
Κι αυτοί που θα θυσιαστούν
το τίποτα θα μοιραστούν και θα χρωστούν.

Πώς να κερδίσω ένα κορμί
σε μετρητά και πληρωμή και ποια τιμή.
Πώς να κερδίσω την χαρά
που είναι μόνο μια φορά χωρίς φτερά.

Για να σ’ αγγίξω προσπαθώ
και ίσως μ’ αυτό θα λυτρωθώ και θα σωθώ.
Έχω ψυχή με χαρακιές
σαν κάποιους μες στις φυλακές μαύρος λεκές.

Ρεμπέτικος νταλκάς

1.


"Τα ματόκλαδά σου λάμπουν"
τραγουδάς ψιθυριστά,
μα σε βλέπω κάπου κάπου
μέσα στ’ αναφυλλητά.

Άχρηστες μικρές ειδήσεις
κι αν διαβάζεις βιαστικά
το πικάπ δε λες να κλείσεις
με ρεμπέτικο νταλκά.

Σ’ ένα σπίτι στοιχειωμένο
σαν κουρέλι καταγής
την καρδιά σου κι αν γλυκαίνω
πάλι εσύ αιμορραγείς.

Ρημαγμένοι κήποι (Το σπίτι γέμισε με λύπη) - 1963

1.



2.



3.




Το σπίτι γέμισε με λύπη
και με σταχτή πικρό καπνό.
Φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι
χωρίς γαλάζιο ουρανό.

Το σπίτι γέμισε με νύχτα
κι απ’ το βοριά κι απ’ το νοτιά.
Ποιος θα σηκώσει απ’ την καρδιά μου
ετούτη την πικρή φωτιά;

Το σπίτι γέμισε μ’ αστέρια
και με τ’ Αυγούστου τα πουλιά.
Ρίζωσ’ η λύπη στ’ άδεια χέρια.
Νεκρό ποτάμι τα φιλιά.

Ρόζα Λούξεμπουργκ - 1977

1.



2.



3.



Μπλουζάκι χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.

Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.

Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόρ

Ρούχο παλιό η αγάπη σου - 1991

1.



Ρούχο παλιό η αγάπη σου
και πολυφορεμένο,
συνείδηση και παρελθόν
σου το ’χουν λερωμένο.

Ρούχο παλιό η αγάπη σου
που μ’ έντυσε το άχτι σου.
Ρούχο παλιό η αγάπη σου
που μ’ έντυσε το άχτι σου.

Ρούχο παλιό η αγάπη σου
και πώς να το μπαλώσεις,
μήτε ζητιάνος το ’θελε
χάρισμα να το δώσεις.

Σ΄ αυτό το σπίτι τ΄ ορφανό - 1977
Μουσική:  Γιάννης Σπανός

1.



Σ’ αυτό το σπίτι τ’ ορφανό
που δεν εγνώρισε ουρανό
μήτε και καλοσύνη
ξανάρθες μια Παρασκευή
κι είχες την πίκρα τη βουβή
που μόνο ο κόσμος δίνει.

Στην ίδια πάντα τη γωνιά
όταν σε πήραν σαν φονιά
κρέμασες το σακάκι
και το καπέλο στο καρφί
σαν να κρεμούσες μια ζωή
σφαγμένη στο σοκάκι.

Και στο τραπέζι μια στιγμή
πάλι μοιράζεις το ψωμί
και το κρασί στα ίσια,
μα αυτός ο τόπος που πονάς
μας διώχνει κι ας τον σεργιανάς
σαν νύχτα πελαγίσια.





Σαββάτο βράδυ - 2008

1.



2.



Σαββάτο βράδυ να μην έχεις που να πας,
η τηλεόραση από μέρες χαλασμένη,
θέλει κεραία στην ταράτσα, υψωμένη
κι απ’ το γυαλί της στάζει χιόνι και γλιστράς.
Σαββάτο βράδυ να μην έχεις που να πας.

Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
όσα δεν είδες τα φαντάζεσαι πως θα `ναι,
φανταστικές αγάπες μόνο σε μεθάνε,
τραγουδιστές που βγαίνουν μέσ’ από τη γη,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις.

Σαββάτο βράδυ, κάνει ζέστη, έχεις κλειστά,
σ’ ένα μπαλκόνι απέναντί σου ένας με κιάλια,
φωτογραφίζει ερωτευμένους και κεφάλια,
μες στο μυαλό του κρύβει ψεύτικα λεφτά,
Σαββάτο βράδυ, κάνει ζέστη, έχεις κλειστά.

Παίρνεις δυο χάπια για τον ύπνο που δε θα `ρθει,
το αναβάλλεις, πού να πας Σαββάτο βράδυ,
και πώς να βγεις, έχει χαθεί η ταυτότητά σου
και τι θα πεις αν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις.

Σαν κουρέλι - 1981

1.



Θέλει άλλαγμα η βελόνα,
το τραγούδι είναι βραχνό,
το παλιό γραμμόφωνό σου
παίζει άπονο σκοπό.

Σαν κουρέλι πάνω στ’ άλλο
μπαλωμένη μια ζωή,
πες μου ποιο σκοπό να βάλω
να μην κλαις τόσο πολύ.

Το παλτό σου έχει λιώσει
κι έχουν σπάσει τα κουμπιά,
όλα τα ’χεις πια σκοτώσει
κι ούτε που σε νοιάζει πια.

Σαν πας στην Αλεξάνδρεια - 1973

1.



Σαν πας στην Αλεξάνδρεια
και φτάσεις στο λιμάνι,
να πεις τα χαιρετίσματα
που κόμπο σου `χω κάνει.

Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.

Σαν πας στην Αλεξάνδρεια
για κάνε μου τη χάρη,
αγόρασέ μου βάλσαμο
και σκόνη κεχριμπάρι.

Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.

Σαν πας στην Αλεξάνδρεια
να μην το λησμονήσεις,
τη ζωγραφιά της την παλιά
για μένα να ζητήσεις.

Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.

Σαν ραγίσει το ποτήρι - 1975

1.



Από μικρή χαραματιά
κοιτούσες νύχτα μέρα
πώς μεγαλώνει μια φωτιά
κι απλώνει στον αγέρα

Σαν ραγίσει το ποτήρι
δεν τ’ αγγίζεις άλλο πια
βάζεις μόνο ένα λουλούδι
και στολίζεις μια γωνιά

Μας έχει λιώσει το σκοινί
και το νερό στερεύει
μα το πηγάδι είναι βαθύ
κι η δίψα μας παιδεύει

Σαν ραγίσει το ποτήρι
δεν τ’ αγγίζεις άλλο πια
βάζεις μόνο ένα λουλούδι
και στολίζεις μια γωνιά

Σαν σβησμένο καρβουνάκι - 1975

1.



Πέντε χρόνια σ’ αγαπούσα
και δεν έβγαζα μιλιά
και το χώμα δεν πατούσα
μην τρομάξουν τα πουλιά

Σαν σβησμένο καρβουνάκι
πεταμένο στη γωνιά
ήταν η δική μου αγάπη
στη δική σου την καρδιά

Ξένος κόσμος μου μιλάει
και μου κάνει συντροφιά
είσαι ρούχο που δε βγαίνει
πάνω απ’ τη λαβωματιά

Σαν σβησμένο καρβουνάκι
πεταμένο στη γωνιά
ήταν η δική μου αγάπη
στη δική σου την καρδιά

Σαν τα ρολόγια - 2006

1.



Σαν τα ρολόγια που σιωπούν σε πτώση αεροπλάνου
κι ένα γραμμάτιο παλιό που δε θα εξοφληθεί
έτσι αισθάνονται κι αυτοί που την αγάπη χάνουν
όταν μιλούν στον έρωτα κι αυτός έχει χαθεί

Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στη σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τι να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί

Η κάθε μάχη του έρωτα δύο θύματα μετράει
και όποιος λέει πως κέρδισε θα είναι ο νικητής
η αγάπη θέλει θύματα σ’ αυτό που πολεμάει
έτσι ο κομπάρσος γίνεται και πρωταγωνιστής

Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στην σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τι να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί...

Σε άδειο θέατρο - 2008
Μουσική:  Σταύρος Σιόλας

1.



Σε άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές
μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις
βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες
και να βρεθείς ξανά στο χάος κινδυνεύεις

Παλιές αγάπες αγιασμένες και μικρές
κι άλλες που μείνανε στον κόσμο κολασμένες
σαν καραμέλες μες στο στόμα μας πικρές
μας ταξιδεύουν κάθε βράδυ στοιχειωμένες

Κάτι αγάπες αγιασμένες και μικρές
Παλιές αγάπες

Είχα μι’ αγάπη τ’ όνειρό μου ν’ ακουμπώ
κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο
δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω
μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο

Σε βρήκα στη Μονεμβασιά - 1973

1.



2.



Σε βρήκα στη Μονεμβασιά
να περπατάς μ’ αρματωσιά
και στο λαιμό μαντήλι
Να `χεις την ωχρα του καιρού
και το γαλάζιο του νερού
στα πεθαμένα χείλη

Τώρα κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη

Φουσάτα πάνε στο Νοτιά
μα εσύ φουντώνεις τη φωτιά
στη μέση του Γενάρη
Κι από την Ύδρα ως τη Χιό
σε κυνηγάνε σαν στοιχειό
φονιάδες και κουρσάροι

Μα εσύ κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη

Σε θυμάμαι στο γραφείο - 1977
Μουσική:  Γιάννης Σπανός

1.



Σε θυμάμαι στο γραφείο
που ’ρθες για προσωρινά,
κι είπες έχεις ένα θείο
να σε πάρει μακριά.

Θέατρα και καφενεία
εκδρομές και σινεμά
δεν τα ξέρεις, δεν τα είδες
κι ούτε τα ’χεις ακουστά.

Στο διάδρομο αιτήσεις
γράφεις τώρα μια ζωή,
δίπλα στις παραξενιές σου
ήρθαν κι οι ρευματισμοί.

Θέατρα και καφενεία
εκδρομές και σινεμά
δεν τα ξέρεις, δεν τα είδες
κι ούτε τα ’χεις ακουστά.

Σε θυμάμαι στο γραφείο
που ’ρθες για προσωρινά,
κι είπες έχεις ένα θείο
να σε πάρει μακριά.

Σε λένε μάνα του Χριστού - 1976

1.



2.



Σε λένε μάνα του Χριστού, σε λεν κι άγια Βαρβάρα
κλειδί του κάστρου του κλειστού στης μάχης την αντάρα.

Απ’ όπου να ’σαι και θα ’ρθεις και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς, πίσω δε θα γυρίσεις.

Σε λένε μάνα του ληστή και μάνα του Πιλάτου
μα εσύ κρυφά μιλάς και κλαις τις ώρες του θανάτου.

Απ’ όπου να ’σαι και θα ’ρθεις και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς, πίσω δε θα γυρίσεις.

Σε ποια πατρίδα θες να πας - 1996

1.



Μες το κελί μου μια φορά
έφτιαχνα χρόνια δυο φτερά
να βγω απ’ τη φυλακή μου.
Μα μια αόρατη φωνή
μου’ λεγε βράδυ και πρωί
το λάθος της ζωής μου.

Σε ποια πατρίδα θες να πας
και σε ποιο κόσμο να πετάς
και σε ποια κοινωνία.
Που είν’ όλοι σάπιοι και πονούν
κι έχουν δυο τρεις που κυβερνούν
μες απ’ τα καφενεία.

Στης φυλακής μου την αυλή
άρχισε χτες ένα πουλί
χρυσή φωλιά να χτίζει.
Και του’ πα, δώσ’ μου φιλικά
τα δυο φτερά σου δανεικά
και το είδα να δακρύζει.

Σε φώναξα - 2014

1.



Σε φώναξα προχθές μα δεν υπάρχεις,
σε φώναξα στον ύπνο μου κι εχθές,
του κόσμου οι πόρτες ήτανε κλειστές
κι εγώ, ποτέ με νικητές,
περνούσα στη ζωή σου σαν διαβάτης.

Σε φώναξα για να `ρθεις
μα δεν μ’ ακούς που ζω στα σκοτεινά
και πόρτα δεν υπάρχει πουθενά,
ν’ ανοίξεις και να μπεις αληθινά
και να μου πεις δυο λόγια της αγάπης.

Σε φώναξα απ’ τη γη να με σηκώσεις
μα είσαι εκεί που πάντα ξεγελούν,
στη γλώσσα τα φαρμάκια τους μιλούν
και δίχως να το ξέρεις σε πουλούν,
δεν έχεις χρόνο κάτι να γλιτώσεις.

Σεπτέμβρη του `62

1.



Σεπτέμβρη του ’62
σε βρήκα στην Κομοτηνή,
εσύ απ’ την Αγιά Βαρβάρα
κι εγώ απ’ την Καισαριανή.

Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.

Σεπτέμβρη του ’66
σε βρήκα στην οδό Αθηνάς,
δεν μου ’πες όμως ούτε λέξη,
μήτε κρυφά γιατί πονάς.

Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.

Σμύρνη Κωνσταντινούπολη - 1976

1.



Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη
και Αλεξάνδρειά μου,
σεργιάνι στον παράδεισο
σας έβγαλε η καρδιά μου.

Αγάπες μου που σβήσατε
σαν το μικρό λυχνάρι,
ποιες νύχτες μάς αφήσατε
με γύφτικο φεγγάρι;

Πέργαμος κι Αλικαρνασσός,
τετράφυλλή μου πύλη,
στον ύπνο μου φανήκατε
μεταξωτό μαντίλι.

Σόδομα - 1991

1.



Στη χώρα των Σοδόμων των φόβων και των τρόμων
δυο νύχτες πριν απ’ την καταστροφή τους
εσκάλιζα στη στάχτη ένα χαμένο χάρτη
να βρω τι λέει το μέλλον για τη γη τους

Και πήρα δρόμο δρόμο τα στέκια των ανόμων
μα πήγανε χαράμι οι συμβουλές μου
κι οι μάγκες τα τσογλάνια ντυμένοι με φουστάνια
το σπίτι μου γεμάτο κι οι αυλές μου

Ήταν και τρεις δασκάλοι που ξέραν την κρεπάλη
καλύτερα απ’ όλα τα βιβλία
γιατί ήταν η γενιά τους πληγή στη ζητιανιά τους
και πρόδωσαν και φίλους και φιλία

Για λίγη αμαρτία ζητούσαν πελατεία
κι οι άγγελοι πουλούσαν τα φτερά τους
και παίζανε στο τζόγο και του Θεού το λόγο
και λέγαν στα σκυλιά τα μυστικά τους

Στη χώρα των Σοδόμων των φόβων και των τρόμων
δυο νύχτες πριν απ’ την καταστροφή τους
εσκάλιζα στη στάχτη ένα χαμένο χάρτη
να βρω τι λέει το μέλλον για τη γη τους

Και κοίταζα στη λάσπη πώς καταντά η αγάπη
πώς έρχεται στον κόσμο και ξεπέφτει
με στέρηση να λιώνουν και να σε μεγαλώνουν
και συ να φτύνεις τ’ άστρα στον καθρέφτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: