|
|
|
|
|
|
Ποια κρεβάτια ζεσταίνεις - 2013
Πού να βρίσκεσαι τώρα και πώς άραγε
ζεις,
σε ποιον κόσμο, ποια χώρα, σε ποιο χρόνο, ποια ώρα
και με ποιον θα συζείς.
Έχω ζήσει στη στάχτη και πιο κάτω απ’ τη γη
περιμένοντας να’ ρθεις μα ποτέ δε μου γράφεις
πού υπάρχει ζωή.
Ποια κρεβάτια ζεσταίνεις, σε ποιες κάμαρες ζεις,
πόσες σχέσεις καρφώνεις, πιες αγάπες σταυρώνεις
της παλιάς σου ζωής.
Πόσους ρόλους θα παίξεις σε μια ξένη σκηνή
που θα πρέπει ν’ αντέξεις όσα κρύβουν οι λέξεις
κι ό,τι κρύβει η ζωή.
Κι αν ζωή κάπου υπάρχει, κάπου υπάρχει και φως
τατουάζ σ’ ένα δέρμα που `χω γράψει με αίμα
γιατί ζω μοναχός.
Τατουάζ τ’ όνομά σου στο μυαλό, στο κορμί
όλα ήταν δικά σου και γι’ αυτό θα δικάσουν
και ψυχή και κορμί.
Ποιοι είμαστε εμείς - 1994
Για τις αγάπες που έχουν σβήσει
πολλοί μας έχουν τραγουδήσει
καημούς μιας τύχης ορφανής.
Όμως για κάποιους που πονούνε
κι από μια σπίθα μόνο ζούνε
ποτέ δε μίλησε κανείς.
Μα εσύ ρωτάς
γιατί ζητάμε
ξένα φτερά για να πετάμε
ξένα φτερά μιας άλλης γης.
Ποιοι είμαστε μεις για ν’ απαιτούμε
στο ουρανό μόνο να ζούμε
ποιοι είμαστε μεις.
Εύκολο είναι πια να ζήσεις
να βγεις και να κατηγορήσεις
εύκολο είναι να μιλάς.
Ο κόσμος γράφει και ξεγράφει
ξεχνά, θυμάται, κάνει λάθη
μα πάντα δίπλα του περνάς.
Ποιος είσαι - 1979
Θα ΄ρθεις αργά στη ζωή μου μια νύχτα
σαν άστρο και σαν μαχαίρι,
θα ΄ρθεις αργά σαν αέρας τη νύχτα
σαν κάτι που δε με ξέρει.
Ποιος είσαι λοιπόν που προσμένω
και πάντα ζωγράφιζα τα φιλιά σου,
ποιος είσαι που ζω μ΄ένα ξένο
και πάντα ανασαίνω στα βήματά σου.
Έστω λοιπόν θα μείνεις
μια δίψα μες στον πυρετό,
έστω λοιπόν ας μείνεις
αέρας σε σπίτι κλειστό.
Ποιος είσαι λοιπόν που προσμένω
και πάντα ζωγράφιζα τα φιλιά σου,
ποιος είσαι που ζω μ΄ένα ξένο
και πάντα ανασαίνω στα βήματά σου.
Ποιος καημός μεγάλος - 1984
Ποιος καημός μεγάλος
μου χτυπάει την πόρτα,
πες μου για ν’ ανάψω
της αυλής τα φώτα.
Μόνο στ’ όνειρό μου έρχεσαι κοντά μου
κι όταν ξημερώνει φεύγεις μακριά μου.
Είπα να σου στείλω γράμμα συστημένο,
όμως θα τ’ ανοίξεις ή θα πάει χαμένο;
Ποιος καημός μεγάλος
μου χτυπάει την πόρτα,
πες μου για ν’ ανάψω
της αυλής τα φώτα.
Ποιος καημός μεγάλος
μου κρατάει την τύχη
και δεν την αφήνει
κάτι να πετύχει
Ποιος σε χαίρεται - 2000
Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
κι από τις διαταγές σου
τώρα κρέμεται
Τι του δείχνεις, τι του δίνεις
και γονάτισε
κι όλες τις χαρές του κόσμου
τις παράτησε
Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
κι έχει σκύψει το κεφάλι
και δε φαίνεται
Είσαι από τις περιπτώσεις
τις αχτύπητες
που πατάς συγχρόνως όλες τις ταχύτητες
Ποιος σε χαίρεται παιδί μου
ποιος σε χαίρεται
και μονάχα που σ’ αγγίζει
πάντα καίγεται
Που δεν ξέρει με ποιο τρόπο
να σου φέρεται
κι όμως κάποιος σε καπνίζει
και σε χαίρεται
Ποιος τη ζωή μου - 1974
Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;
Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
Πολλές σημαίες - 2007
Πολλές σημαίες στη ζωή μας
κουρελιάστηκαν,
με δέκα ονόματα μας πήραν τα καράβια,
και μοιάζουμε ύποπτοι στο σπίτι τους που πιάστηκαν
την τηλεόραση κοιτάζοντας τα βράδια.
Πολλές σημαίες στα καράβια μας αλλάξαμε.
Πολλά ονόματα τους δώσαμε τις νύχτες.
Μα το λιμάνι της αγάπης δεν το φτάσαμε,
αλλού μας πήγαιναν, αλλού μας πήγαιναν
τα κύματα οι αλήτες.
Πολλές σημαίες στη ζωή μας προσκυνήσαμε,
μας βρήκαν άπονοι καιροί και περιστάσεις,
κι αν στην αγάπη κάποιο βράδυ γονατίσαμε,
πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα ζητούσαμε προτάσεις.
Πολλές σημαίες στα καράβια μας αλλάξαμε.
Πολλά ονόματα τους δώσαμε τις νύχτες.
Μα το λιμάνι της αγάπης δεν το φτάσαμε,
αλλού μας πήγαιναν, αλλού μας πήγαιναν,
τα κύματα οι αλήτες.
Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω - 2011
Όπου και να μ` άγγιζες πονούσα
κι άνοιγες στο σώμα μου εγκαύματα.
Μ` όλο μου το αίμα σ` αγαπούσα
και σαν άστρο πάντα σε κοιτούσα
μέσα απ` της ζωής μου τα χαλάσματα.
Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω
σ` εναν κόσμο άπονο.
Μόνο η θάλασσα δεν έχει
πίκρες και παράπονο.
Πού πηγαίνεις, πού πηγαίνω
δεν το συζητήσαμε.
Μεσ` τα όνειρά μας μόνο
δίπλα περπατήσαμε.
Σ` ένα σάπιο παίξαμε σανίδι
και στο τέλος όλα πια τα χάσαμε.
Λες και ήταν τυχερό παιχνίδι
σ` ένα δήθεν όμορφο ταξίδι
και γι` αυτό στο τίποτα εφτάσαμε.
|
Πρόλογος για τον Αθανάσιο Διάκο - 1974
Δεν ήταν περιβόλι και τριφύλλι,
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
καράβι κουρσεμένο στο Νοτιά
και της αγάπης δάκρυ στο μαντήλι.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Γραμματικός στη Λάρισα με γρόσα
στα Χίλια Εφτακόσια Ογδόντα Οκτώ,
δεν ήτανε για τη δική σου γλώσσα
και να κρατάς το στόμα σου κλειστό
που πριν να βγεις στον κόσμο σε κυκλώσαν.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Ζωνάρι πορφυρό κι αρματολίκι
κι αλογατάκι μαύρος ουρανός,
προτού να πάρεις ό,τι σου ανήκει
στα Γιάννενα θα ξαναπάς γαμπρός
και θα μετράς τον κόσμο δίχως νίκη.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Περαστικός μια μέρα στην Αυλώνα
εγύρισες τα μάτια στην καρδιά
κι είδες ποτάμι να `ρχονται τα χρόνια
παλικαράκι μες στη Λιβαδειά
εντύθηκες στο μαύρο αρραβώνα.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Στο κάστρο του Αλή και στους μπαξέδες
πρώτη φορά θ’ ακούσεις μια φωνή
και θα το μάθεις πια το "Ίτε παίδες"
την πόρτα που θ’ ανοίξεις στη ζωή,
λόγια πικρά θα λες στους καφενέδες.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Το φως μες στην καρδιά φαρμακωμένο
σημάδεψε την πόρτα του φονιά
μα εγώ θα μείνω εδώ να περιμένω
για να σε βρω ξανά σε παγανιά
την ύστερη φορά που θα διαβαίνω.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Και θα `σαι περιβόλι και τριφύλλι
τριάντα τρία χρόνια στη σειρά
στης λησμονιάς το χώμα σαν καντήλι,
πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά
μ’ αλφαβητάρι και με καριοφύλι.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι
κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Πρώτη Δεκέμβρη - 1978
|
Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη
είναι μεσάνυχτα βαθιά
κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει
Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θά `χω καινούργιες υποσχέσεις
Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
εδώ σαν πιάνει να φυσά
θυμίζει Μάρτη στον Περαία
Πώς να κερδίσω ένα κορμί - 2017
Πώς να κερδίσω ένα κορμί
αφού μια δύσκολη στιγμή θα μ’ αρνηθεί.
Ποια πληρωμή και ποια αφορμή
χρειάζεται κάποιο κορμί να κερδηθεί.
Πώς να κερδίσω ένα κορμί
σε μετρητά και πληρωμή και ποια τιμή.
Πώς να κερδίσω την χαρά
που είναι μόνο μια φορά χωρίς φτερά.
Τι έχει δίκαια μοιραστεί για αυτόν
που μόνο θα πιαστεί σε μια κλωστή.
Κι αυτοί που θα θυσιαστούν
το τίποτα θα μοιραστούν και θα χρωστούν.
Πώς να κερδίσω ένα κορμί
σε μετρητά και πληρωμή και ποια τιμή.
Πώς να κερδίσω την χαρά
που είναι μόνο μια φορά χωρίς φτερά.
Για να σ’ αγγίξω προσπαθώ
και ίσως μ’ αυτό θα λυτρωθώ και θα σωθώ.
Έχω ψυχή με χαρακιές
σαν κάποιους μες στις φυλακές μαύρος λεκές.
Ρεμπέτικος νταλκάς
"Τα ματόκλαδά σου λάμπουν"
τραγουδάς ψιθυριστά,
μα σε βλέπω κάπου κάπου
μέσα στ’ αναφυλλητά.
Άχρηστες μικρές ειδήσεις
κι αν διαβάζεις βιαστικά
το πικάπ δε λες να κλείσεις
με ρεμπέτικο νταλκά.
Σ’ ένα σπίτι στοιχειωμένο
σαν κουρέλι καταγής
την καρδιά σου κι αν γλυκαίνω
πάλι εσύ αιμορραγείς.
|
Ρημαγμένοι κήποι (Το σπίτι γέμισε με λύπη) -
1963
Το
σπίτι γέμισε με λύπη
και με σταχτή πικρό καπνό.
Φεύγεις και ρήμαξαν οι κήποι
χωρίς γαλάζιο ουρανό.
Το σπίτι γέμισε με νύχτα
κι απ’ το βοριά κι απ’ το νοτιά.
Ποιος θα σηκώσει απ’ την καρδιά μου
ετούτη την πικρή φωτιά;
Το σπίτι γέμισε μ’ αστέρια
και με τ’ Αυγούστου τα πουλιά.
Ρίζωσ’ η λύπη στ’ άδεια χέρια.
Νεκρό ποτάμι τα φιλιά.
|
Ρόζα Λούξεμπουργκ - 1977
Μπλουζάκι
χίπικο και παντελόνι τζιν
και στην καρδιά ζωγραφισμένος ο Γκεβάρα.
Στα πορνοστάσια με ουίσκι και με τζιν
παίζουν αλέγκρο την καρδιά μου σε κιθάρα.
Άι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, τι σου ’χω φυλαγμένα,
πάνω στο κάρρο σ’ είδα στα εννιακόσια εφτά.
Εγώ τότε κοιμόμουνα στο φως τού εικοσιένα
κι εξήντα χρόνια αργότερα σε βρήκα στα χαρτιά.
Φυλλάδες κίτρινες και πράσινη χολή,
τα νιάτα σου, τα νιάτα μου κι οι εμπόροι.
Χρυσό πουλάκι δίχως το κλουβί
για σένα κάνουν τον Αγώνα οι τζογαδόρ
Ρούχο παλιό η αγάπη σου - 1991
Ρούχο
παλιό η αγάπη σου
και πολυφορεμένο,
συνείδηση και παρελθόν
σου το ’χουν λερωμένο.
Ρούχο παλιό η αγάπη σου
που μ’ έντυσε το άχτι σου.
Ρούχο παλιό η αγάπη σου
που μ’ έντυσε το άχτι σου.
Ρούχο παλιό η αγάπη σου
και πώς να το μπαλώσεις,
μήτε ζητιάνος το ’θελε
χάρισμα να το δώσεις.
|
Σ΄ αυτό το σπίτι τ΄ ορφανό - 1977
Σ’
αυτό το σπίτι τ’ ορφανό
που δεν εγνώρισε ουρανό
μήτε και καλοσύνη
ξανάρθες μια Παρασκευή
κι είχες την πίκρα τη βουβή
που μόνο ο κόσμος δίνει.
Στην ίδια πάντα τη γωνιά
όταν σε πήραν σαν φονιά
κρέμασες το σακάκι
και το καπέλο στο καρφί
σαν να κρεμούσες μια ζωή
σφαγμένη στο σοκάκι.
Και στο τραπέζι μια στιγμή
πάλι μοιράζεις το ψωμί
και το κρασί στα ίσια,
μα αυτός ο τόπος που πονάς
μας διώχνει κι ας τον σεργιανάς
σαν νύχτα πελαγίσια.
|
|
Σαββάτο βράδυ - 2008
Σαββάτο
βράδυ να μην έχεις που να πας,
η τηλεόραση από μέρες χαλασμένη,
θέλει κεραία στην ταράτσα, υψωμένη
κι απ’ το γυαλί της στάζει χιόνι και γλιστράς.
Σαββάτο βράδυ να μην έχεις που να πας.
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
όσα δεν είδες τα φαντάζεσαι πως θα `ναι,
φανταστικές αγάπες μόνο σε μεθάνε,
τραγουδιστές που βγαίνουν μέσ’ από τη γη,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις.
Σαββάτο βράδυ, κάνει ζέστη, έχεις κλειστά,
σ’ ένα μπαλκόνι απέναντί σου ένας με κιάλια,
φωτογραφίζει ερωτευμένους και κεφάλια,
μες στο μυαλό του κρύβει ψεύτικα λεφτά,
Σαββάτο βράδυ, κάνει ζέστη, έχεις κλειστά.
Παίρνεις δυο χάπια για τον ύπνο που δε θα `ρθει,
το αναβάλλεις, πού να πας Σαββάτο βράδυ,
και πώς να βγεις, έχει χαθεί η ταυτότητά σου
και τι θα πεις αν σου ζητήσουν τα χαρτιά σου
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις,
Σαββάτο βράδυ και βαριέσαι πια να βγεις.
Σαν κουρέλι - 1981
Θέλει
άλλαγμα η βελόνα,
το τραγούδι είναι βραχνό,
το παλιό γραμμόφωνό σου
παίζει άπονο σκοπό.
Σαν κουρέλι πάνω στ’ άλλο
μπαλωμένη μια ζωή,
πες μου ποιο σκοπό να βάλω
να μην κλαις τόσο πολύ.
Το παλτό σου έχει λιώσει
κι έχουν σπάσει τα κουμπιά,
όλα τα ’χεις πια σκοτώσει
κι ούτε που σε νοιάζει πια.
Σαν πας στην Αλεξάνδρεια - 1973
Σαν
πας στην Αλεξάνδρεια
και φτάσεις στο λιμάνι,
να πεις τα χαιρετίσματα
που κόμπο σου `χω κάνει.
Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.
Σαν πας στην Αλεξάνδρεια
για κάνε μου τη χάρη,
αγόρασέ μου βάλσαμο
και σκόνη κεχριμπάρι.
Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.
Σαν πας στην Αλεξάνδρεια
να μην το λησμονήσεις,
τη ζωγραφιά της την παλιά
για μένα να ζητήσεις.
Να στείλω μάγια μυστικά
γραφή μαλαματένια,
στο σπίτι της αγάπης μου
που μ’ έφαγε η έννοια.
Σαν ραγίσει το ποτήρι - 1975
Από
μικρή χαραματιά
κοιτούσες νύχτα μέρα
πώς μεγαλώνει μια φωτιά
κι απλώνει στον αγέρα
Σαν ραγίσει το ποτήρι
δεν τ’ αγγίζεις άλλο πια
βάζεις μόνο ένα λουλούδι
και στολίζεις μια γωνιά
Μας έχει λιώσει το σκοινί
και το νερό στερεύει
μα το πηγάδι είναι βαθύ
κι η δίψα μας παιδεύει
Σαν ραγίσει το ποτήρι
δεν τ’ αγγίζεις άλλο πια
βάζεις μόνο ένα λουλούδι
και στολίζεις μια γωνιά
Σαν σβησμένο καρβουνάκι - 1975
Πέντε
χρόνια σ’ αγαπούσα
και δεν έβγαζα μιλιά
και το χώμα δεν πατούσα
μην τρομάξουν τα πουλιά
Σαν σβησμένο καρβουνάκι
πεταμένο στη γωνιά
ήταν η δική μου αγάπη
στη δική σου την καρδιά
Ξένος κόσμος μου μιλάει
και μου κάνει συντροφιά
είσαι ρούχο που δε βγαίνει
πάνω απ’ τη λαβωματιά
Σαν σβησμένο καρβουνάκι
πεταμένο στη γωνιά
ήταν η δική μου αγάπη
στη δική σου την καρδιά
Σαν τα ρολόγια - 2006
Σαν τα
ρολόγια που σιωπούν σε πτώση αεροπλάνου
κι ένα γραμμάτιο παλιό που δε θα εξοφληθεί
έτσι αισθάνονται κι αυτοί που την αγάπη χάνουν
όταν μιλούν στον έρωτα κι αυτός έχει χαθεί
Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στη σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τι να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί
Η κάθε μάχη του έρωτα δύο θύματα μετράει
και όποιος λέει πως κέρδισε θα είναι ο νικητής
η αγάπη θέλει θύματα σ’ αυτό που πολεμάει
έτσι ο κομπάρσος γίνεται και πρωταγωνιστής
Σαν τα ρολόγια που σιωπούν στων τραγουδιών τα λόγια
έτσι και η αγάπη μας ματώνει στην σιωπή
τι να σου κάνει ένα κερί και τι να κάνει η φλόγα
που είναι σαν σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί...
Σε άδειο θέατρο - 2008
Σε
άδειο θέατρο χωρίς τους θεατές
μέσα στη νύχτα σαν καράβι ταξιδεύεις
βρίσκεις λιμάνια που βουλιάξανε στο χθες
και να βρεθείς ξανά στο χάος κινδυνεύεις
Παλιές αγάπες αγιασμένες και μικρές
κι άλλες που μείνανε στον κόσμο κολασμένες
σαν καραμέλες μες στο στόμα μας πικρές
μας ταξιδεύουν κάθε βράδυ στοιχειωμένες
Κάτι αγάπες αγιασμένες και μικρές
Παλιές αγάπες
Είχα μι’ αγάπη τ’ όνειρό μου ν’ ακουμπώ
κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο
δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω
μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο
Σε βρήκα στη Μονεμβασιά - 1973
Σε
βρήκα στη Μονεμβασιά
να περπατάς μ’ αρματωσιά
και στο λαιμό μαντήλι
Να `χεις την ωχρα του καιρού
και το γαλάζιο του νερού
στα πεθαμένα χείλη
Τώρα κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη
Φουσάτα πάνε στο Νοτιά
μα εσύ φουντώνεις τη φωτιά
στη μέση του Γενάρη
Κι από την Ύδρα ως τη Χιό
σε κυνηγάνε σαν στοιχειό
φονιάδες και κουρσάροι
Μα εσύ κοιμάσαι στ’ ανοικτά
του πέλαγου με σταυρωτά
τ’ Ανάπλι και τη Μάνη
Αχ αδελφέ της ποταμιάς
του κόσμου και της ερημιάς
παιδί του Μακρυγιάννη
|
Σε θυμάμαι στο γραφείο - 1977
Σε
θυμάμαι στο γραφείο
που ’ρθες για προσωρινά,
κι είπες έχεις ένα θείο
να σε πάρει μακριά.
Θέατρα και καφενεία
εκδρομές και σινεμά
δεν τα ξέρεις, δεν τα είδες
κι ούτε τα ’χεις ακουστά.
Στο διάδρομο αιτήσεις
γράφεις τώρα μια ζωή,
δίπλα στις παραξενιές σου
ήρθαν κι οι ρευματισμοί.
Θέατρα και καφενεία
εκδρομές και σινεμά
δεν τα ξέρεις, δεν τα είδες
κι ούτε τα ’χεις ακουστά.
Σε θυμάμαι στο γραφείο
που ’ρθες για προσωρινά,
κι είπες έχεις ένα θείο
να σε πάρει μακριά.
Σε λένε μάνα του Χριστού - 1976
Σε λένε
μάνα του Χριστού, σε λεν κι άγια Βαρβάρα
κλειδί του κάστρου του κλειστού στης μάχης την αντάρα.
Απ’ όπου να ’σαι και θα ’ρθεις και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς, πίσω δε θα γυρίσεις.
Σε λένε μάνα του ληστή και μάνα του Πιλάτου
μα εσύ κρυφά μιλάς και κλαις τις ώρες του θανάτου.
Απ’ όπου να ’σαι και θα ’ρθεις και γλώσσα όποια μιλήσεις
μ’ όσους ανθρώπους κι αν βρεθείς, πίσω δε θα γυρίσεις.
Σε ποια πατρίδα θες να πας - 1996
Μες το
κελί μου μια φορά
έφτιαχνα χρόνια δυο φτερά
να βγω απ’ τη φυλακή μου.
Μα μια αόρατη φωνή
μου’ λεγε βράδυ και πρωί
το λάθος της ζωής μου.
Σε ποια πατρίδα θες να πας
και σε ποιο κόσμο να πετάς
και σε ποια κοινωνία.
Που είν’ όλοι σάπιοι και πονούν
κι έχουν δυο τρεις που κυβερνούν
μες απ’ τα καφενεία.
Στης φυλακής μου την αυλή
άρχισε χτες ένα πουλί
χρυσή φωλιά να χτίζει.
Και του’ πα, δώσ’ μου φιλικά
τα δυο φτερά σου δανεικά
και το είδα να δακρύζει.
Σε φώναξα - 2014
Σε
φώναξα προχθές μα δεν υπάρχεις,
σε φώναξα στον ύπνο μου κι εχθές,
του κόσμου οι πόρτες ήτανε κλειστές
κι εγώ, ποτέ με νικητές,
περνούσα στη ζωή σου σαν διαβάτης.
Σε φώναξα για να `ρθεις
μα δεν μ’ ακούς που ζω στα σκοτεινά
και πόρτα δεν υπάρχει πουθενά,
ν’ ανοίξεις και να μπεις αληθινά
και να μου πεις δυο λόγια της αγάπης.
Σε φώναξα απ’ τη γη να με σηκώσεις
μα είσαι εκεί που πάντα ξεγελούν,
στη γλώσσα τα φαρμάκια τους μιλούν
και δίχως να το ξέρεις σε πουλούν,
δεν έχεις χρόνο κάτι να γλιτώσεις.
Σεπτέμβρη του `62
Σεπτέμβρη
του ’62
σε βρήκα στην Κομοτηνή,
εσύ απ’ την Αγιά Βαρβάρα
κι εγώ απ’ την Καισαριανή.
Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.
Σεπτέμβρη του ’66
σε βρήκα στην οδό Αθηνάς,
δεν μου ’πες όμως ούτε λέξη,
μήτε κρυφά γιατί πονάς.
Μετά τα ούζα και τη μπύρα
το ρίξαμε στην τσικουδιά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά,
εσύ για τη δική σου μοίρα
κι εγώ γι’ αυτή την ξενιτειά.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου