Μόνιμοι Στύλοι του
Ηλία Κολοκούρη
Via Fra´ Diavolo, Numero Duo
Κοιτάζω τον αναπτήρα, λέει πάνω “Sardegna”, έχει ένα ζευγάρι νεόνυμφων με
παραδοσιακές στολές να χορεύουν. Η Σαρδηνέζα Καρλότα Σάββα ζει σε μια κονσέρβα
για σαρδέλες, το ακατάστατο, βρώμικο δωμάτιό της. Στην Καρλότα αρέσουν τα
καρότα, κι αν το καταφέρω θα της κλέψω μια κιλότα. Τώρα έχουν κάπως ηρεμήσει τα
πράγματα. Πριν έπρεπε να τα έβλεπες από μια μεριά.
Η Ελένη, που συγκατοικεί με την Καρλότα έκανε μια φέστα,
έτσι τις κάνουν εδώ στην Φλωρεντία, γλέντι για το γλέντι, σα να λέμε τέχνη για
την τέχνη, μόνο που για να καταφέρω να βρω παρέα για να πάω στο Παλάτσο Πίτι
έπρεπε να κάνω τάμα στην Σάντα Μαρία Ντέλα Κρότσε! Αθάνατο ξενιτεμένο ελληνικό
φοιτηταριό! Τέλοσπάντων, σήμερα στη φέστα της Ελένης ήρθε κι ο Γιάννης. Ο
Γιάννης είναι ένας ευπαρουσίαστος νεαρός, αλλά επειδή τον είχε χωρίσει η κοπέλα
του όταν εκείνος τράκαρε, σήμερα βασανίζει τις γυναίκες. Και την Καρλότα, την
πανέμορφη, Κλαούντια Καρντινάλε και βάλε ή έπρεπε να την λένε Καυλότα, αλλά είναι
μια βλαχούλα, άβγαλτη εντελώς κι αφελής από ένα ψαροχώρι της Σαρδηνίας. Διαβολοδειλίνισσα,
βλασερό κι εύθραυστο ματσέττο ζουμπούλια, τι στέκεις έτσι ανάστραβα; Ό,τι
πρέπει για τον Γιάννη, που βίτσιο το έχει να εκδικείται εκ των υστέρων το
γυναικείο φύλο. Απόψε χώρισε με την Καρλότα για τέταρτη φορά από τότε που ήρθα
εδώ. Χαίρομαι, γιατί τον ρώτησα και δείχνει αποφασισμένος. Στο μεταξύ η Καρλότα
έφυγε απ’ τη φέστα με μαυρισμένη την ψυχή για το δωμάτιό της. Τα διαόλια μου με
πιάσανε να πάω να την παρηγορήσω αλλά κρατήθηκα. Έπειτα από δέκα λεπτά βγήκε,
κι είχε πάει όχι για καρότο, αλλά για χόρτο. Έχει βγει κεφάτη λέμε τώρα.
Η Ελένη που κάνει τη φέστα το χαίρεται σήμερα, έχουν
μαζευτεί όλοι οι συμφοιτητές σπίτι της και τραγουδάνε! «Να ανοίξω ένα
σπουμάντε;» λέει ενθουσιασμένη. Σπουμάντε είναι αυτά τα κρασιά που βγάζουν αφρό
σαν τις σαμπάνιες. Φτηνά κρασιά, και τελικά αυτές οι ψευτοσαμπάνιες στις
ρεβεγιόν είναι απλώς σπουμάντε! Η Καρλότα ακούει την Ελένη κι αρχίζει να
κλαίει. Κάτι να της θύμισε το κρασί; Εγώ κοιτάω αμήχανα, δεν ξέρω και καλά
ιταλικά, της πετάω ένα «Μην κλαις μωρέ αφερεμένο! Του έ λα πιου μπέλα ντέλα
παέζε!» και σιγά μην κατάλαβε μέσα στα λιβάδια που πλέει. Γέρνει στον ώμο μου.
Σαρδηνέζα δαιμόνισσα! Μπορεί να μυρίζει σαν σαρδέλα απ’ την απλυσιά, αλλά είναι
χάρμα οφθαλμών… «Άχιιιι, ίο βόλιο βίνο γκρέκο… Γκρέκο!... Άχιιιι…» Ναι, αυτό το
κατάλαβα, η Καρλότα είπε ότι θέλει κρασί ελληνικό, οίνον ελληνικόν Πελοποννήσου
ξηρό. Κι εγώ έχω Καρλότα, ο παππούς μου κρασί έβγαζε, ροδίτη και σιδερίτη, Διονύσου
σπονδές κατέχω τες!
Αφού έγειρε στον ώμο μου, ανακάλυψα πόσο εύκολο τελικά μου
είναι να ρίξω μια γυναίκα. Την ακούμπησα στο λαιμό και σε δευτερόλεπτα, η
Καρλότα έγινε ένα με το πάτωμα. Αναίσθητη, καριολάκι βαποράκι Μάσιμο την έκαψες…
Κομπλεξάκι Γιαννάκη την έβαψες… Την κουβάλησα στο δωμάτιό της. Τριγύρω κιλότες
της. Φόρμες. Διαόλου κάλτσες. Στον τοίχο κολλάζ με φωτογραφίες της, εδώ είναι
μικρή, είναι Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος. Περιφέρουν τα Μυστέρι, ξύλινα γλυπτά
που αναπαριστούν τα Πάθη του Χριστού. Η μπάντα παίζει πένθιμα στις τρομπέτες
της, ένας γέρος σκουπίζει το μέτωπό του αποκαμωμένος κι η μικρή Καρλότα με τη
φουστίτσα της κουβαλάει λουλούδια.
Ξαπλώνω την Καρλότα στο κρεβάτι της. Έχει μακριά, σατανικά
πόδια, φιδίσια μαλλιά, Μέδουσα του Καραβάτζιο. Έχω πετρώσει. Στέκω μπροστά στην
σπηλιά της Σίβυλλας, το κενό στα πόδια ανάμεσό της. Αρισμαρί, θανάσιμο ρόδο της
θάλασσας, Καρλότα. Η μπότα της προεξέχει στο πλάι του κρεβατιού, Ιταλική Χερσόνησος,
γέρνει προς το Ιόνιο να κλωτσήσει την Ελλάδα μα δεν φτάνει. Κάτσο.
Όλα στραβά και ίσα πήγανε σήμερα στο σουλάτσο μου, σχεδόν
συνελήφθην ως λαθρεπισκέπτης στο Παλάτσο Πίτι, γύρισα μετά εδώ κι έγιναν όλα
αυτά με τη φέστα, τη λιποθυμία της Καρλό. Τώρα πλέω σε ένα πέλαγο αλλοτινές
Καρλοτινές κιλοτίνες γκιλοτίνες. Κοιτάζω τον αναπτήρα της. Sardegna. Βγάζω ένα τοσκανέλλο, ρημάδια
πούρα, πνίγομαι πάλι. Κρίμα, τόσο ωραίο κορίτσι διάβολε. Κι εγώ να μην προλάβω
να της πω τίποτα. Θα μου φύγει το τσερβέλο. Κοιμάται τώρα. Τη σκουντάω. Τίποτα.
Άμα δεν κάνω τώρα παλάβρα, δεν θα κάνω ποτέ. Πού ξέρεις, άμα ξυπνήσει μπορεί
και να μην τσαντιστεί. Κι ένα χωρίο του Ηροδότου μου έρχεται στο νου. Τέτοια
έπρεπε να κάνουμε στο σχολείο. Στην «Ευτέρπη» που πολύ με τέρπει τελευταία,
λέει για τις πολύ όμορφες γυναίκες των επιφανών ανδρών στην Αίγυπτο και πώς τις
ταριχεύουνε. Αφήνουν να περάσουν τρεις τέσσερις μέρες και μετά τις ταριχεύουνε.
Να έχει αρχίσει λίγο η σήψη. Να είναι λιγότερο ποθητές. Παλιά, είχε πεθάνει μια
τρισεύγενη καλλίκορμη νεαρά Αιγυπτία. Ο ταριχευτής της, με πάθια από τον έρωτα
για κείνη χρόνια, έσμιξε με τη νεκρή γυναίκα. Σβήνω όλα τα φώτα. Τουλάχιστον, η
Καρλότα ακόμα αναπνέει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου