.

.
.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

το πέτρινο (κείμενο: Ηλίας)


Το Πέτρινο



Έλα μπουλντόζα, έλα. Όχι εσύ Μιλτιάδη. Η μπουλντόζα η αληθινή. Ρίχτο επειγόντως. Ναι σήμερα βρέχει. Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου. Και σπίτια χαμηλά μου. Ωραία ήταν κάποτε εδώ μέσα. Μια φορά ο Κωστής έπεσε στο πηγάδι κι όταν μεγάλωσε κι άφηνε την μια γυναίκα μετά την άλλη λέγανε πως χάζεψε το παιδί όταν έπεσε, τι να γίνει. Καθόταν ο μπαρμπα-Τάσος στη σκάλα κι έτρωγε σταφύλι, φώναζε στα παιδιά άμα τρέχανε πολύ, ξυπόλητα τα παιδιά, αλλά του άρεσε. Τα αμπέλια έφταναν ως κάτω, χαμηλά, στην θάλασσα. Η κυρα-Λένη αν έφτανες σε περίμενε στο πορτόνι μ’ αγκαλιές και φιλιά γεμάτη να σε κεράσει, κι αν έφευγες με λουλούδια και θλίψη γεμάτη, στο πορτόνι πάλι. Στην υπόγα, είχαν έρθει τρεις αντάρτες ένα βράδυ. Ήταν το Δεύτερο Εαμ τότε, μίσος και κυνήγι πολύ. Τους έκρυψε ο παππούς στην υπόγα κι ύστερα, καμώνοντας τάχατες τον εθνικόφρονα μεθούσε τους χαφιέδες του χωριού με κρασί δικό του ανέρωτο. Ζαλίζονταν εκείνοι, ξέχναγαν ποιον ψάχνανε κι οι αντάρτες τη βγάζανε καθαρή για άλλο ένα βράδυ. Ο παππούς έτσι έκανε. Δεν είχε το στομάχι να βγει στο βουνό ξανά. Στο πρώτο Εαμ είχε δει τον Βαγγέλη, το γείτονα να ξεκοιλιάζει έναν κακομοίρη Ιταλό που του είχαν κοπεί τα πόδια. Έσκασε η βόμβα, κι ύστερα πήγαν να δουν αν χτυπήθηκαν όλοι οι Ιταλοί. Όλοι σχεδόν, εκτός από έναν, αυτόν που του είχαν κοπεί τα πόδια. Ο παππούς τον πλησίασε. Ο Ιταλός έκλεγε σα μικρό παιδί. «Σιγαρέτο;» τον ρώτησε. Κι ο παππούς έβγαλε ένα «Έθνος», του το έβαλε στο στόμα και το άναψε με το τσακμάκι. Πήρε δυό τζούρες ο Ιταλός κι άρχισε πάλι να κλαίει. «Φάε το το γουρούνι!» ούρλιαξε ο Βαγγέλης, ο αριστερός, αυτός, ο ανθρωπιστής που για τον άνθρωπο πάλευε και ξεκοίλιασε με τη λόγχη τον έρμο τον Ιταλό, κι ούτε καν στη μέση δεν το είχε φτάσει το σιγαρέτο. Από τότε ο παππούς έφυγε απ’ το βουνό. Παράτησε το στρατό, οι Ιταλοί δεν είχαν νικηθεί ακόμα κι ήρθε κι έκατσε στο σπίτι, εδώ, σ’ αυτό το πέτρινο.

Κι ήταν ωραία, είχαν να φάνε τα δικά τους. Η Κωνσταντίνα η γαϊδούρα κουβαλούσε το γάλα απ’ τις γελάδες, κρασί κάθε μέρα, αυγά, ψωμί ζυμωτό, γεμιστά στην τσερέπα. Ωραία ήταν. Του Βαγγέλη δεν του ξαναμίλησε ποτέ, το ζώο έλεγε, γαμώ την Παναγία του.

Οι κόρες οι κότες, οι δυο «αδερφές Καλουτά» ανέβαιναν στην ταράτσα να καπνίσουν. Έπρεπε να είναι μοντέρνες. Πώς άντεχαν σ’ αυτό το ρημάδι το Πέτρινο; Έλεος! Έπρεπε να φύγουν. Κι ας είχε μια ζεστασιά αυτό το σπίτι. Κι ας είχε το πιο δροσερότερο νερό στο πηγάδι στη γωνία. Κι ας είχε το νοστιμότερο τραπέζι της γειτονιάς. Μαζεύονταν τέσσερις φορές τη μέρα γύρω απ’ το τραπέζι. Τρώγανε. Κι όταν λέμε τρώγανε, τρώγανε πολύ. Και δε χοντραίναν καθόλου. Γύρω απ’ το τζάκι μαζεύονταν. Ο παππούς έλεγε κάθε φορά τις ίδιες ιστορίες, με το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα στο τέλος. Όμως δε χόρταινες να τον ακούς, κάθε φορά ήταν σα να λέει διαφορετική ιστορία. Κι έπειτα έπιανε ένα τραγούδι της τάβλας, έπινε άλλο λίγο ροδίτη κι έπεφτε για ύπνο.

Τα παιδιά παίζαν στο χωματόδρομο με τα τσέρκια, με πέτρες ή κυνηγούσαν το Κουτσόπουλο που πήδαγε σκυλιά, ακούς εκεί μούρλα κι αυτός. Τραυματίζονταν, αλλά γελάγανε μετά. Απ’ τα ξανασκισμένα ρούχα φτιάχναν μπάλα και γίνονταν Πελέ. Κλέβανε τα σταφύλια του παππού, καμιά φορά κοιμόσαντε και κάτω απ’ τον πελώριο ακόμα ίσκιο του κλήματος. Ο παππούς έκανε τάχα να τα χτυπήσει κι όλο πετύχαινε τον αέρα, μα τα έσκιαζε και φεύγαν.

Φρένο, φρένο, φρένο! Νοσταλγία καμιά. Το Πέτρινο έπρεπε να πέσει. Ναι, ίσως ήταν ζεστά κι ανθρώπινα κάποτε. Μα μετά ήρθε ο Σπήλιος. Ο ανάξιος γιος του άξιου πατέρα. Από μικρός έλεγε ότι θ’ αυτοκτονήσει κάποια στιγμή. Δεν το έκανε δυστυχώς ποτέ. Έγινε προποτζής στα σαράντα του. Ωραία δουλειά, εύκολη. Όσα μπαίνανε στο ταμείο τα ξανάπαιζε, δεν έδινε στον ΟΠΑΠ φράγκο. Έχανε, έχανε, ξανάχανε. Τώρα θα ρεφάρω πατέρα, έλεγε με σεβασμό. Και ξανάχανε. Κι ο πατέρας μια μέρα πέθανε. Το Πέτρινο πέρασε σ’ αυτόν, στο μόσχο τον σιτεμένο. Ο Σπήλιος το έβγαλε στο σφυρί. Ένας γνήσιος ρεμπέτης του το ζήτησε να το αγοράσει. Ο Μπάμπης ο Γκολές. Που τον έβλεπες οχτώ το πρωί να πίνει το ουζάκι του απέναντι απ’ το αστυνομικό τμήμα και να γελάει σαρδόνια. Ο Μπάμπης ο μάγκας. Σκεφτόταν να φτιάξει σχολή μπουζουκιού. Όχι χιώτικες βλακείες, τρίχορδο βραχνό τύπος και υπογραμμός. Αλλά ο Σπήλιος όχι. Το πούλησε σε μια αδερφή, πρώην πρόσκοπο. Τον είχαν διώξει γιατί χούφτωνε τα προσκοπάκια. Ο Πρόσκοπος δεν άλλαξε το Πέτρινο. Μόνο έφερε αναδυόμενες Αφροδίτες, Ερμήδες και Ποσειδώνες, αυτά τα πανέμορφα γύψινα γλυπτά μεταμοντέρνας αηδίας. Γέμισε την αυλή με αγάλματα σα να ήταν πλατεία της Ρώμης. Σου ερχόταν να ξεράσεις. Την αυλή, πάνω απ’ την υπόγα που κρύβονταν οι αντάρτες. Ο Πρόσκοπος έφερε παλιοσίδερα, μια παλιά σκουριασμένη Μπιούικ, έκανε το πηγάδι με το νερό το παγωμένο, έκανε το πηγάδι βόθρο. Ε τι τώρα; Χασικλήδες ρεμπέτες θα βάλουμε στο σπίτι μας; Πάρε Πρόσκοπο Πούστη να χεις.

Ο Σπήλιος έπαιξε όσα πήρε απ’ το Πέτρινο μαζί με τα τελευταία έσοδα του προποτζίδικου. Δεν ρέφαρε και πάλι, τα έχασε όλα. Έκλεισε το προποτζίδικο, πούλησε το αυτοκίνητό του και κλείστηκε μέσα στο σπίτι του, το νοικιασμένο βεβαίως. Ανάμεσα σε προσφορές εφημερίδων, ντιβιντί, βιντεοκασέτες με ταινίες της Βουγιουκλάκη, ανάμεσα σε Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, Δομή κι Υδρία Cambridge Ήλιος, σε παιδικές μυθολογίες κι Αρχαίους Κλασικούς σάπιζε. Άφησε γένια, θ’ αυτοκτονήσω πάλι έλεγε, αλλά όχι. Ζούσε και βασίλευε στο Βασίλειο της ηλιθιότητάς του. Τις κόρες δίδαξε με το μουνί περιουσία να βγάλουν κι αυτές, μαθήτριες ακόμα τριαντάρηδες τσιμπουκώναν. Το γιο δεν τον δίδαξε τίποτα, ο Ντίνος έχει μανία καταδίωξης, τον κυνηγάνε «κάποιοι με ένα κόκκινο αυτοκίνητο» κι έχει και κατάθλιψη, «τίποτε δεν έχει νόημα πια πατέρα». Κι ο Σπήλιος βούλιαζε, άσπριζαν τα γένια του, χόντραινε. Έμενε στην κουζίνα πια, τα φώτα όλα κλειστά στο σπίτι, παράθυρα κατεβασμένα, το σαλόνι με έπιπλα φαντάσματα ντυμένα σεντόνια. Κι ο Σπήλιος στην κουζίνα. Φαΐ, τηλεόραση, τουαλέτα, κρεβάτι. Α, και λίγο ραδιόφωνο το πρωί. Έτσι πήγαινε μέχρι σήμερα, σάπια κι ανόσια.

Μέχρι σήμερα που ήρθε η μπουλντόζα κι έριξε το Πέτρινο. Ο Σπήλιος βγήκε ίσα το απόγευμα να κοιτάξει, τα χρώματα και τα τούβλα με το Ν επάνω, απ’ το τουβλοποιείο του Νικολόπουλου, που είχε κλείσει τριάντα χρόνια. Προκομμένος κι ο Νικολόπουλος, με γλεντζέ γιο. Κι ο Σπήλιος κοίταζε σα χαμένο σκυλί μια τα ερείπια, μια τον ουρανό. Κι όλα του φταίγανε. Στο διάολο, κωλοζωή. Θα αυτοκτονήσω ξαναείπε. Ανηφόρισε πάλι κρυφά για τον σπίτι του, μην τον δεί ο απλήρωτος ιδιοκτήτης που τρία νοίκια του χρωστά ο Σπήλιος, μην τον δουν οι τοκογλύφοι, μην μην μην. Πολλές έννοιες ο Σπήλιος. Και το σπίτι σήμερα. Το Πέτρινο. Ανέβηκε αγκομαχώντας τις σκάλες, μπήκε σπίτι του. Το πρόλαβα το τηλεπαιχνίδι; Ρώτησε τη γυναίκα του. Άλλο ένα απόγευμα άρχισε να κυλά νωχελικά.

Το σπίτι εκεί, στοιχειωμένο κι ανήμπορο δεν είπε κουβέντα. Έσκυψε τη σκεπή συγκαταβατικά «Είμαι έτοιμος» είπε και δέχτηκε τη δαγκάνα της μπουλντόζας. Έπεσε ακαριαία, τα δοκάρια μείναν μόνον ορθά, έχασκαν σα σωθικά ή σαν τότε που ο Βαγγέλης ξεκοίλιασε τον Ιταλό κι έμειναν τα παΐδια του ορθά, τα μέσα του κυλούσαν όξω, σφαχτάρι για σούβλα.

Κι εγώ κοιτώ. Βρέχει στ’ αλήθεια. Φτωχογειτονιά δεν είναι. Κι ούτε στην καρδιά μου βρέχει. Γελάω, γελάω σαν από καλό ανέκδοτο. Το φχαριστιέμαι. Αυτή η οικογένεια βουλιάζει. Μα αν δεν πιάσεις πάτο, δεν θα καταλάβεις ποτέ ότι τόσον καιρό βούλιαζες, ότι τόσον καιρό αφέθηκες στην μοίρα. Πρέπει να πιάσεις πάτο, να λιανιστείς στην ασφυξία για να τινάξεις μια την άμμο του βυθού με τα πόδια και να βγεις στον αφρό. Χτύπα μπουλντόζα, χτύπα. Στο διάολο να πάει το γαμίδι το Πέτρινο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: