.

.
.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Ο ΧΡΟΝΟΣ (κείμενο: Ηλίας)


Ο ΧΡΟΝΟΣ
                                                                             


  Ο Χρόνος στάθηκε μπροστά της και της χαμογέλασε. Πότε της έκλεινε πονηρά το μάτι, πότε την περιγελούσε και της κρυβόταν. Σήμερα όμως ήταν εκεί. Αυτός, που άλλοτε τον έχανε άσκοπα και άλλοτε τον αναζητούσε με λαχτάρα. Ο πολυπρόσωπος Χρόνος. Ο χρόνος με τους φίλους της, ο χρόνος της ανάπαυσης, ο χρόνος στο σπίτι. Ο χαμένος Χρόνος.
     Και να μια ιστορία απ’ τα παλιά να της χτυπάει την πόρτα. Παλιά. Ό,τι γίνεται στο παρελθόν και μετά χάνεται. Χάνεται; Το ερώτημα αυτό, πολλές φορές την είχε αναστατώσει. Την έκανε να περιπλέκεται, να απογοητεύεται, να ελπίζει. Ενίοτε.. Τι σχέση είχε το παρόν σ’ αυτή την ιστορία; Σχέση ενεργή, απ’ αυτές που στρέφεις τα μάτια στην άλλη κατεύθυνση και συνδιαλέγεσαι. Δουναι και λαβειν.
     Σ’ αυτό το κοίταγμα προς τα πίσω, το κενό μεγάλωνε, μεγάλωνε σαν τρύπα σε μισογκρεμισμένο τοίχο που πάνω γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΗ». Ο Χρόνος συνέχιζε να χαμογελά, ενώ εκείνη συνέχιζε να ατενίζει την τρύπα, σαν από σφαίρα και ένιωθε δέσμια. Δέσμια όλων αυτών που δεν την άφηναν να πάρει ανάσα. Που την κρατούσαν μέσα της, που την έκαναν να αμφιβάλει. Δέσμια των χαμένων, που δεν ξανάρχονται ποτέ. Και το μέλλον; « Να φέρει όσα χάθηκαν» , εκείνο σκεφτόταν.
     Ο Χρόνος τότε έπαψε να γελά, συνοφρυώθηκε και εκείνη άρχισε να αισθάνεται μόνη. Ήξερε ότι ο Χρόνος δε θα της έφερνε τίποτε παλιό. Τίποτε περασμένο.
     Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε την αποδέσμευση. Αποδέσμευση από      ό, τι περίμενε και δεν ερχόταν, από ό, τι της έλειπε και δεν το έβρισκε πουθενά. Και ο τοίχος ξαφνικά απέκτησε χρώματα. Και το κενό μίκραινε, μίκραινε, μέχρι που έκλεισε τελείως και δε μπορούσε πια να δει απ’ την άλλα πλευρά.
     Της έφτανε όμως η μια πλευρά του τοίχου. Ήταν η δική της, που θα την έφτιαχνε όπως ήθελε και δε θα της την καθόριζε κανείς. Τώρα ήξερε πως ο χρόνος ήταν πια φίλος. Δεν του ζητούσε τίποτε, απλώς τον εμπιστευόταν. Κι ο τοίχος συνέχιζε να γράφει «ΕΛΕΥΘΕΡΗ» και ο ήλιος που έπεφτε πάνω του έκανε τη λέξη να φαίνεται πιο φωτεινή, πιο λαμπερή. Σχεδόν ηχούσε στ’ αφτιά της. Κάτι σαν μουσική, που την παρέσερνε σε ρυθμό, λικνίζοντάς την σε όνειρα και σχέδια για το μέλλον. Εκείνη την πλήρωση δεν την είχε νιώσει ποτέ. Πλήρωση στο παρόν, στο τώρα.
     Έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και αναλογίστηκε ταξίδια. Άλλωστε τώρα ήξερε. Ο χαμένος χρόνος δε γυρίζει ποτέ.    



Δεν υπάρχουν σχόλια: