.

.
.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Φθινόπωρο με πετιμέζι (Κείμενο: Ηλίας)


Φθινόπωρο με πετιμέζι

Ο θείος ο Μάνος ήταν καλός άνθρωπος. Περίεργος λιγάκι, αλλά πολύ καλός. Η αναπνοή του μύριζε πάντα ροδίτη. Αλλήθωρος. Οχτώ χρονώ είχε πέσει από το πατητήρι όπως έπαιζε με τα σταφύλια και το μάτι του έφυγε κατά την Παλιοβούνα, στο Αντίρριο. Αλλήθωρος κι όμως είχε το πιο αγνό κι αθώο βλέμμα. Σε κοίταζε και τα έλεγε όλα. Κάτι κουφά αστεία «Παιδάκι μου έλα να σου δώσω μερικά ψιλά για τα κάλαντα!» έλεγε κάθε πρωτοχρονιά. Σήκωνε ψηλά το χέρι του «Άπλωσε το χέρι να πιάσεις τα ψιλά από ψηλά!» κι άφηνε δυο σφιχτοτυλιγμένα πεντοχίλιαρα να πέσουν στις παιδικές παλάμες μου.
Ο Μάνος, μικρότερος από τα πέντε αδέρφια, τον είχαν πάντα λίγο της καρπαζάς. Εκείνος να μαζέψει τα σταφύλια, εκείνος να αδειάσει τα κοφίνια στο πατητήρι, εκείνος να μαζέψει το μούστο στην στέρνα. Όλα ο Μάνος! Του είχαν βγάλει την Παναγία. Ήταν και μάγκας όμως. Εκείνος έδειρε τον μπογιατζή που δεν πήγαινε να τους βάψει την ταβέρνα κι έκανε και τον απλήρωτο από πάνω. Κάθε Σεπτέμβρη μοσχοβόλαγε ο τόπος. Κατέβαινες την γράνα κι ήταν σα να βούταγες το κεφάλι σου σ’ ένα βαρέλι γεμάτο μούστο. Και νά σου οι μουσταλευριές, νά σου τα μουστοκούλουρα, νά σου τα πετιμέζια.
Το πετιμέζι είναι ένα φυσικό προϊόν, θα το βρείτε στα παντοπωλεία βιολογικής συνείδησης, εκείνους τους ναούς ψευδαίσθησης. Παρασκευάζεται απλά: Πρώτα πατάμε τα σταφύλια. Σουρώνουμε το ζουμί και αφαιρούμε τα τσάμπουρα. Βράζουμε το σταφυλόζουμο (μούστο). Αφού πάρει μία καλή βράση, προσθέτουμε στάχτη καθαρή, δηλαδή τριμμένη, δίχως κούτσουρα καιταλοιπά. Το αφήνουμε για μια μέρα να ησυχάσει. Την επομένη βράζουμε πάλι το μείγμα μέχρι να αρχίσει να ανεβαίνει η στάχτη από τον βυθό της κατσαρόλας. Καθαρίζουμε σιγά σιγά με έναν κεψέ την στάχτη και όση ψύχα έχει μείνει από το σταφύλι. Το αφήνουμε πάλι να ησυχάσει για λίγες ώρες και μετά σουρώνουμε το σύνολο με τουλουπάνι. Τον μούστο που μας έμεινε τον αδειάζουμε σε ένα ταψί, ντύνουμε το ταψί με ένα τούλι και το αφήνουμε στην ταράτσα ή όπου έχει άπλα. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες στον ήλιο θα έχουμε το θείο πετιμέζι. Αυτό το γλυκό χρυσαφί σιρόπι μοιάζει με μέλι αλκοολούχο στην γεύση και πάει κάργα το πρωί στο ψωμί ή στον καφέ, στο γιαουρτάκι το απόγευμα, σε γλυκά, όπου θες! Κι είναι καλύτερο από μέλι, γιατί το σταφύλι που έχει μέσα το έχει κάνει να θυμίζει κρασί!
Ο θείος ο Μάνος δεν ήταν θείος μου για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Αδερφός του παππού μου ήταν, αλλά πώς να τον πώ; Θειοπάππο; Θείο τον έλεγα. Χαρούμενος πάντα, είχε μανία με το πετιμέζι, έβαζε την μάνα μου ντε και καλά να μάθει να το φτιάχνει. Ερχόταν μετά από το σπίτι και ζήταγε πάντα λίγο, έτσι, σκέτο σαν γλυκό κουταλιού. «Εξαιρετικούλι!» έλεγε κι έγλυφε τα μουστάκια του. Μετά ακολουθούσε το καθιερωμένο ποτηράκι ροδίτη. Ε λοιπόν, ο Μάνος κάθε που ερχόταν να μας δει ήταν κουρούμπελο. Κατέβαινε στο πάνω χωριό με το λεωφορείο και ξεκινούσε τις επισκέψεις, πρώτα στον ανιψιό τον προποτζή, πρώτα δύο ποτηράκια κρασί, μετά στον άλλο ανιψιό, τρίτο και τέταρτο, μετά στον αδερφό του τον Αντρέα, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο. Εμείς μένουμε στην παραλία. Ο θείος ο Μάνος λοιπόν, έχοντας δει όλο στο σόι πρώτα, απ’το Γυρί μέχρι εδώ είχε κατηφορίσει στα δώδεκα ποτηράκια ροδίτη. Δέκατο τρίτο σ’ εμάς. Κι η γλώσσα του ροδάνι. Τραγούδια, ατάκες, καλαμπούρια κι ιστορίες απ’ το Εαμ.
Δεν είχε όμως τόσο ευχάριστη ζωή ο θείος ο Μάνος, όσο κι αν όλα τα έβρισκε «εξαιρετικούλια». Δεν σπούδασε τίποτε, αγρότης μια ζωή, σερβίριζε κρασί στην ταβέρνα. Το είχε μαράζι να έχει σπουδάσει γιατί τα έπαιρνε τα γράμματα. Του είχε πει η δασκάλα ότι μπορεί να γίνει και πυρηνικός φυσικός! Αλλά τα χρόνια ήταν δύσκολα. Από τα οχτώ του δούλευε. Τριαντάρισε κι ενώ ως τότε τα αισθηματικά του περιγράφονταν ως άστατα και πυκνής εναλλαγής, αποφάσισε να νοικοκυρευτεί. Μπορεί να ήταν αλλήθωρος, αλλά το πάρλαρε καλά το θέμα. Τον πετύχαινες κάθε βδομάδα και με άλλη, μέσα στα αμπέλια. Τελικά τα έκοψε όλα μαχαίρι. Βρήκε την Παναγιώτα, πολύτιμη γυναίκα. Παντρεύτηκαν. Μάλιστα, κορασίδα της πόλεως, μορφωμένη, είχε σπουδάσει Ιατρός! Τόσο μορφωμένη να φανταστείς που δεν την λέγανε Παναγιώτα ο κόσμος, το είχε κόψει για χάρη του αστικότερου, άκλιτου κι άχαρου Πένυ. Η θεία η Πένυ. Στο εννιάμηνο πάνω ο Μάνος νταβραντισμένος την είχε αφήσει έγκυο. Με το νεογέννητο στα χέρια, μέσα σε ένα αμόκ επιλόχειας κατάθλιψης η Πένυ έφυγε με τα πόδια από την Πάτρα. Την βρήκανε μετά από τέσσερις μέρες αναμαλλιασμένη στην Λαμία. Συνήλθε, έκανε κι άλλο παιδί. Ξανακύλησε, πήρε από το μπακάλικο μισό κιλό ποντικοφάρμακο και γειά σας. Το σωτήριον έτος 1978????. Τότε που πέθανε κι η Μαρία Κάλλας. Που οι στάχτες της σκορπίστηκαν στο Αιγαίο.
Ο θείος ο Μάνος έζησε άλλα τριάντα ένα χρόνια. Τα παιδιά του πήραν από την μαμά. Ο μεγάλος βλέποντας διαρκώς πράκτορες των Αμερικάνων στις γωνίες και χαφιέδες του Ερντογάν, παλεύει με την μανία καταδίωξης. Ο μικρός δεν ελπίζει τίποτα, δεν φοβάται τίποτα, είναι κλεισμένος συνεχώς στο σπίτι, ονλάην. Με τρελόχαρτο κι οι δυο ανίκανοι διαχειρίσεως περιουσίας.
Τον Αύγουστο φέτος πέθανε ο θείος ο Μάνος. Η καύση των νεκρών δεν έχει επιτραπεί ακόμα, ως γνωστόν εδώ είναι Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Μας πήρε Σεπτέμβρης ώσπου να καθαρίσουμε με τα χαρτιά. Όπως ζήτησε πριν πεθάνει, ταξιδέψαμε με το σώμα του μέχρι την Ιταλία. Τον κάψαμε και πήραμε την στάχτη του με το φέρι για Πάτρα. Πατήσαμε τα σταφύλια όπως ζήτησε. Τα καθαρίσαμε από τα τσάμπουρα και τα σουρώσαμε. Βράσαμε καλά τον μούστο κι αφαιρέσαμε τον αφρό. Αφού πήρε μια καλή βράση προσθέσαμε στάχτη. Την στάχτη του θείου Μάνου. Τ’ αφήσαμε στον ήλιο τρεις τέσσερις μέρες. Έτοιμο είναι τώρα πια το πετιμέζι. Στο τραπέζι φρέσκες φέτες ψωμί. Τώρα πρέπει να φάμε. Όπως ζήτησε στην διαθήκη, αλλιώς δεν έχει κληρονομιά.
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: