.

.
.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Τα βράδια στη βρεγμένη πολιτεία (Ηλίας)



Τα βράδια στη βρεγμένη πολιτεία

-νύχτες χειμώνων ή άνοιξης υγρής-

Μόνα, το πάρκο και η πλατεία,

Σε περιμένουνε και συ,  αργείς.





Πλακόστρωτα, πεζούλια και παγκάκια,

φώτα στους δρόμους άτονα, θαμπά.

Φύγαν ακόμα και τα περιστεράκια

κι η πόλη αποπνέει ερημιά.





Μια ψύχρα νιώθεις γύρω σου ν’ απλώνει.

Σ’ αγγίζει και σου χαϊδεύει τα μαλλιά.

Νιφάδα πέφτει απ’ το πρώτο χιόνι

κι αισθάνεσαι μια αγάπη στην καρδιά.





Παλιό νεκροταφείο σε περιμένει,

λίγα κεράκια, που έσβησαν κι αυτά.

Εκεί είναι η αγάπη σου θαμμένη,

χρόνια κοιμάται μόνη και, σιγά.





Και πέφτει στην ταφόπλακα το χιόνι,

σκοτάδι γύρω, μοναξιά.

Σιμώνεις, και το χέρι της σου απλώνει

η αγάπη σου, σαν φάντασμα ξυπνά.





Και φεύγεις με δάκρυα στα μάτια,

με τρέμουλο και ρίγος στην ψυχή.

Και γίνεται η καρδιά χίλια κομμάτια

που αν τα ενώσεις, αρχίζεις πάλι απ’ την αρχή.





Και σκέφτεσαι πως θες να λησμονήσεις.

Και έχεις μία μόνο επιθυμία.

Το χέρι θέλεις κάποιου να κρατήσεις,

τα βράδια στη βρεγμένη πολιτεία. 





Δεν υπάρχουν σχόλια: